Ποντιακός Στίχος

Βιογραφικό

Παραδοσιακό

Παραδοσιακό

ΣτιχουργόςΣυνθέτης

Πόντιοι ονομάζονται οι Έλληνες που κατάγονται από την περιοχή του Πόντου, δηλαδή τα νότια παράλια του Εύξεινου Πόντου, στη σημερινή βορειοανατολική Τουρκία όπως επίσης και από την ΕΣΣΔ. Οι ίδιοι αυτονομάζονται Ρωμιοί. Η παρουσία Ελλήνων στην περιοχή του Πόντου ανάγεται από την αρχαιότητα μέχρι τους νεότερους χρόνους οπότε η πλειονότητά τους (οι χριστιανοί Πόντιοι) μεταφέρθηκε στην Ελλάδα, με την ανταλλαγή πληθυσμών που ακολούθησε τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 και τη Γενοκτονία των Ελλήνων Ποντίων που εξαπολύθηκε από τους Νεότουρκους το 1919. Όσοι Πόντιοι είχαν μεταναστεύσει στη Ρωσική Αυτοκρατορία ή είχαν διαφύγει στην ΕΣΣΔ, μετά από ένα σύντομο διάστημα ακμής που ακολουθήθηκε από σκληρούς διωγμούς από το σταλινικό καθεστώς, αναγκάστηκαν να μετεγκατασταθούν στην Ελλάδα μετά την κατάρρευση της Ένωσης. Οι ελληνόφωνοι και τουρκόφωνοι χριστιανικοί πληθυσμοί του Πόντου πριν την ανταλλαγή δεν αυτοχαρακτηρίζονταν ως Πόντιοι ενώ παραδοσιακά οι τοπικές ελίτ υιοθετούσαν μια στάση άμβλυνσης των διαφορών τους με τους λοιπούς Έλληνες και περιορισμού των ιδιαιτεροτήτων τους. Δείγμα αυτής της στάση ήταν ότι στο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας, η χρήση της ποντιακής γλώσσας ήταν απαγορευμένη. Εντούτοις, κατά την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα, με την άνοδο των αυτονομιστικών τάσεων των ποντιακών ελίτ και τα σχέδια περί δημιουργίας μιας ανεξάρτητης Ποντιακής Δημοκρατίας και τη μετά τον ξεριζωμό ίδρυση της Επιτροπής Ποντιακών Μελετών, ο όρος Πόντιος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά για να περιγράψει το σύνολο των ελληνόφωνων και τουρκόφωνων χριστιανικών πληθυσμών της Μαύρης Θάλασσας και του Καυκάσου. Αντιθέτως, στην καθομιλουμένη το εθνικό επίθετο Πόντιος περιορίστηκε στα άτομα με καταγωγή από τον μικρασιατικό Πόντο, υφιστάμενης μιας εσωτερικής διαφοροποίησης για τους «Παφραλήδες», τους τουρκόφωνους Ποντίους του Δυτικού Πόντου. Μέσα στα πλαίσια της ευρύτερης ποντιακής ταυτότητας υφίσταντο ισχυρότατες τοπικές διαφοροποιήσεις, καθώς τα άτομα συνήθως ταυτίζονταν περισσότερο με την πόλη ή επαρχία καταγωγής τους παρά με τον ευρύτερο Πόντο. Η σταδιακή διαμόρφωση μιας ενιαίας ποντιακής ταυτότητας άρχισε να λαμβάνει χώρα μετά τη μετεγκατάσταση του πρώτου ρεύματος προσφύγων στην Ελλάδα μετά το 1922. Η ευρεία εκδοτική πρωτοβουλία των εν Ελλάδι Ποντίων έφερε στο φως πλήθος μαρτυριών και χάρισε στην ιστοριογραφία σημαντικά έργα αποτύπωσης της εμπειρίας της γενοκτονίας, της προσφυγιάς και των πολιτικών και στρατιωτικών διεργασιών πριν την οριστική ανταλλαγή, όπως τη Μαύρη Βίβλο της τραγωδίας του Πόντου 1914-1922. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και ο Εμφύλιος πάγωσαν τις διαδικασίες διαμόρφωσης της ποντιακής μνήμης και ταυτότητας. Η εκδοτική πρωτοβουλία θα επανακάμψει σταδιακά, με σημείο αναφοράς το βιβλίο του Γεωργίου Λαμψίδη, Τοπάλ Οσμάν, έργο όπου για πρώτη φορά χαρακτηρίστηκε ως γενοκτονία ο διωγμός του Ποντιακού στοιχείου από τον τουρκικό εθνικισμό. Μετά τη δικτατορία των συνταγματαρχών, η ποντιακή ταυτότητα, υπό την καθοδήγηση διανοουμένων κυρίως από τον χώρο της κεντροαριστεράς, εκφράστηκε μέσω της αύξησης των ποντιακών συλλόγων, των οργανωμένων πολιτικών πιέσεων για αναγνώριση της ποντιακής γενοκτονίας και, ακόμη σημαντικότερα, της δημιουργίας σημείων αναφοράς της μνήμης όπως η δημιουργία του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου Παναγίας Σουμελά στην Ημαθία. Γενικότερα, η σημερινή ποντιακή ταυτότητα της τρίτης και τέταρτης γενιάς των απογόνων των πόντιων προσφύγων πήρε την οριστική της μορφή μετά τη Μεταπολίτευση. Βάσεις της νέας αυτής ταυτότητας αποτέλεσαν η εξιδανικευμένη ανάμνηση του Πόντου και το ζήτημα της γενοκτονίας. Η ιστορία του Ελληνισμού στον Μικρασιατικό Πόντο έχει ως επίσημη αφετηρία την ίδρυση της Σινώπης στα βόρεια παράλια της Μικράς Ασίας από Ίωνες ναυτικούς περίπου το 800 π.Χ. Από τη Σινώπη ερευνητές ίδρυσαν άλλες πόλεις. Η κυριότερη αυτών των πόλεων ήταν η Τραπεζούντα το 783 π.Χ.. Κατά μία άποψη, οι σύγχρονοι Πόντιοι είναι απόγονοι εκείνων των αρχαίων Ελλήνων, που έζησαν κάποτε στην περιοχή. Το διάστημα μετά από την οθωμανική κατάκτηση (κυρίως ο 18ος και ο 19ος αιώνας) χαρακτηρίζεται από μεταναστευτικά ρεύματα στη νότια Ρωσία και στον Καύκασο, όπου δημιουργούνται μεγάλες ποντιακές κοινότητες. Στο έργο του Αποσπάσματα από την Ανατολή (1845) ο Γιάκομπ Φίλιπ Φαλμεράυερ περιγράφει τις επαφές του με χριστιανούς ελληνόφωνους Ποντίους, τους οποίους συνάντησε ταξιδεύοντας στον Εύξεινο Πόντο. Τους χαρακτηρίζει ως «Βυζαντινούς Έλληνες» και τη γλώσσα τους ως «ελληνικά της Ματσούκας» και τους περιγράφει ως ελληνόφωνους που προσκυνούν την Παναγία Σουμελά. Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου Με τον όρο Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου (Αγγλικά: Pontic Greek Genocide) αποκαλείται η συστηματική εξόντωση των Ελλήνων του Πόντου από την κυβέρνηση των Νεοτούρκων, κατά την περίοδο 1914-1923. Η εξόντωση αυτή διεξάχθηκε περίπου παράλληλα και κατ’ απομίμηση της αρμενικής γενοκτονίας, κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και μέχρι την ανταλλαγή πληθυσμών του 1923. Περί τις 353,000 Πόντιοι χάθηκαν, πολλοί από αυτούς κατά τη διάρκεια καταναγκαστικών πορειών στις άνυδρες εκτάσεις της Ανατολίας και της Συρίας. Έτσι οι ίδιοι οι Πόντιοι, καθώς και το ελληνικό κράτος αναφέρονται σήμερα σε γενοκτονία των Ποντίων από την Τουρκία και τιμούν την επέτειό της κάθε χρόνο, στις 19 Μαΐου. Η γενοκτονία των Ποντίων είναι αναγνωρισμένη ως τέτοια επισήμως από τέσσερα κράτη, την Ελλάδα με νόμο του 1994 (N. 2193/1994), τη Σουηδία με υπερψήφιση στο Σουηδικό κοινοβούλιο στις 11 Μαρτίου 2010, την Αρμενία τον Μάρτιο του 2015, μαζί με τη γενοκτονία των Ασσυρίων και την Ολλανδία, μαζί με τη γενοκτονία των Αρμενίων και Ασσυρίων, στις 9 Απριλίου 2015. Από την άλλη πλευρά, το Τουρκικό κράτος αρνείται κατηγορηματικά μέχρι σήμερα πως υπήρξε γενοκτονία και αποδίδει τους θανάτους σε παράπλευρες απώλειες πολέμου, στον λιμό που προέκυψε από την εισβολή των Ρώσων στη βόρεια Τουρκία και σε εμφύλιες αναταραχές. Το 1923 σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λωζάνης, πραγματοποιήθηκε ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων και μέσα στη συμφωνία της συνθήκης περιλαμβάνονταν και οι χριστιανοί (ελληνόφωνοι ή μη) κάτοικοι του Πόντου, όπως και αυτοί της υπόλοιπης Μικράς Ασίας. Η πλειονότητα των Ποντίων προσφύγων που ήρθαν τότε στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε στις περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης, ενώ πολλοί κατέφυγαν στην ΕΣΣΔ. Οι Πόντιοι που είχαν αλλαξοπιστήσει προς το Ισλάμ παρέμειναν στη Τουρκία. Το πρώτο μεγάλο κύμα προσφύγων από τον Πόντο μετά την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών ακολούθησε τους λοιπούς ανταλλάξιμους από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη και εγκαταστάθηκε σταδιακά στην Ελλάδα ενώ μέρος των προσφύγων κατέφυγε στη Σοβιετική Ένωση ή τις ΗΠΑ. Οι συνθήκες ταξιδιού και κράτησης των προσφύγων στις καραντίνες των κέντρων ελέγχου στη Μακρόνησο, τη Σαλαμίνα ή την Καραμπουρνού οδήγησε στην απώλεια αρκετών χιλιάδων ατόμων. Η αρχική φιλοβενιζελική στάση των προσφύγων αναιρέθηκε σταδιακά, αρχικά με την προβληματική απόδοση των περιουσιών των ανταλλάξιμων μουσουλμάνων κι έπειτα με την υπογραφή της ελληνοτουρκικής Συνθήκης της Άγκυρας (1930), η οποία παρέδιδε οριστικά την κυριότητα των περιουσιών των Ποντίων και Μικρασιατών στο τουρκικό κράτος. Με αφορμή αυτή τη συμφωνία, ο ίδιος ο Βενιζέλος πρότεινε τον Μουσταφά Κεμάλ ως υποψήφιο για το Νόμπελ ειρήνης. Η ελληνική μοναρχία και κόμματα της δεξιάς ωστόσο υπήρξαν οι πιο φανατικοί αντίμαχοι των προσφύγων ενώ η μεταξική δικτατορία συνέχισε τη στάση αυτή που συνδυάστηκε με την απαγόρευση του ρεμπέτικου. Από την πλευρά του, αρχικά το ΣΕΚΕ και στη συνέχει το ΚΚΕ δεν μπόρεσε σε καμία στιγμή να αντιληφθεί την πραγματικότητα των προσφύγων. Η ιδεολογική του ορθοδοξία και μια μερική άποψη γύρω από την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν κατάφερε να αναγνωρίσει τις ιδιαιτερότητες των προσφύγων κι επομένως ούτε τις ανάγκες τους. Από την επίσημη ιστοριογραφία απουσίασε οποιαδήποτε αναφορά στα γεγονότα της γενοκτονίας ή του προσφυγικού ρεύματος μέχρι το 1980, θέτοντας ακόμη κι επίσημα εμπόδια στις έρευνες με πρόφαση τη διατήρηση ομαλών σχέσεων με την Τουρκία. Η αποξένωση των προσφύγων κατά τις δύο πρώτες δεκαετίες της εγκατάστασής τους στην Ελλάδα οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στον φόβο του ελλαδικού πολιτικού συστήματος για την εξάπλωση του κομμουνισμού κι επηρέασε ιδιαίτερα τους Πόντιους της Σοβιετικής Ένωσης. Η αντιμετώπισή τους από πλευράς των ντόπιων Ελλαδιτών υπήρξε ιδιαίτερα σκληρή. Προβλήματα οικονομικής (εκ νέου η τύχη των έρημων ιδιοκτησιών των μουσουλμάνων κυρίως της Μακεδονίας και της Κρήτης), ιδεολογικής (οι συντηρητικοί και φιλοβασιλικοί έβλεπαν στους πρόσφυγες τους πιστότερους ψηφοφόρους του Ελευθέριου Βενιζέλου) και πολιτισμικής φύσης (η ξεκάθαρη διάσταση εμπειριών, γλώσσας και εθίμων) προκάλεσαν πολλά επεισόδια κατά τα οποία οι πρόσφυγες σε ολόκληρη την Ελλάδα έγιναν θύματα ρατσιστικών και εγκληματικών ενεργειών. Πυρπολήσεις συνοικιών, δια της βίας εξώσεις από σπίτια και αποκλεισμός από τις οικονομικές δραστηριότητες χαρακτήρισαν την πρώτη δεκαετία. Ο ελλαδικός ρατσισμός συνεχίστηκε να εκφράζεται διαμέσω των περίφημων ανεκδότων γελοιοποίησης των Ποντίων. Πολλοί εμπειροπόλεμοι αντάρτες από την ποντιακή αντίσταση εναντίον των άτακτων τουρκικών και κουρδικών στρατευμάτων και συμμοριών πριν την ανταλλαγή κατέφυγαν στην Ελλάδα και επανενεργοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της Κατοχής και του Εμφυλίου. Τουρκόφωνοι και ελληνόφωνοι οπλαρχηγοί από τον δυτικό Πόντο συμμετείχαν αρχικά εναντίον στην αντίσταση εναντίον των βουλγαρικών στρατευμάτων κατοχής της Ανατολικής Μακεδονίας και της Δυτικής Θράκης μεταξύ 1941 και 1944. Τέτοιοι υπήρξαν ο Θεόδωρος Τσακιρίδης, ο Κωνσταντίνος Βασιλειάδης από το Καρακιόλ της Σαμψούντας και ο Αντώνης Φωστερίδης (γνωστός ως Αντών-Τσαούς) από την Ηράκλεια Πάφρας, και οι τρεις σημαντικά μέλη των Εθνικιστικών Ανταρτικών Ομάδων ενώ από την άλλη πλευρά, μέλη του ΕΛΑΣ αποτέλεσαν αριστεροί οπλαρχηγοί όπως ο Γιώργος Ερυθριάδης (Κρώμη 1910 - Κρήτη 1963). Οι εχθροπραξίες μεταξύ των αντίπαλων ιδεολογικά ελληνικών ενόπλων ανταρτικών σωμάτων, όπου συμμετείχαν οι Πόντιοι αντάρτες, ξεκίνησαν πριν από το τέλος της Κατοχής και συνεχίστηκαν κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου. Ο Θωμάς Πεχλιβανίδης, επικεφαλής του αρχηγείου του Τσαλ Νταγ των ΕΑΟ (Εθνικαί Αντικομμουνιστικαί Ομάδες), σε μία από αυτές τις εχθροπραξίες κατά την περίοδο αυτή κάηκε ζωντανός από μέλη του ΕΛΑΣ. Ο ελληνισμός της Ρωσικής Αυτοκρατορίας πριν από τον ρωσικό Εμφύλιο Πόλεμο περιελάμβανε κυρίως τις ελληνικές κοινότητες της Μαριούπολης (που μιλούσαν μια διακριτή από τις λοιπές ποντιακές διάλεκτο) και τις ποντιακές κοινότητες της Γεωργίας και του Καυκάσου που είχαν διαμορφωθεί από τα μέσα του 19ου αιώνα με τη μετανάστευση ατόμων από τον κατεξοχήν Πόντο. Στις κοινότητες αυτές ήρθαν να προστεθούν οι Πόντιοι που ακολούθησαν τον ρωσικό στρατό κατά την υποχώρησή του από την Οθωμανική Αυτοκρατορία μεταξύ 1915-18, που προέρχονταν κυρίως από την επαρχία του Καρς, και αυτοί που μετά την ανταλλαγή προτίμησαν να εγκατασταθούν στις ποντιακές παροικίες των βόρειων ακτών της Μαύρης Θάλασσας. Οι εσωτερικές διαφοροποιήσεις επομένως των Ποντίων βασίστηκαν στο χρόνο εγκατάστασής τους, στην περιοχή προέλευσης και στην οικονομική τους κατάσταση, που υπήρξε καταλύτης και για την ιδεολογική και πολιτική τους τοποθέτηση. Έτσι ομάδες όπως οι Πόντιοι του Καρς ή οι εγκατεστημένοι για πολλά χρόνια στη Ρωσία, στην πλειοψηφία τους αγρότες, υιοθέτησαν τα σοβιετικά ιδεώδη και την ιδέα της εκπαίδευσής τους στη μητρική τους ποντιακή γλώσσα ή τη μαριουπολιτική για τους Έλληνες της Αζοφικής. Αντίθετα, η πλειοψηφία των προσφύγων από τον μικρασιατικό Πόντο υποστήριξαν εξαρχής την υιοθέτηση της δημοτικής και επιδίωκαν τη φυγή τους προς την Ελλάδα. Η διαμάχη για το γλωσσικό ζήτημα των Ποντίων και των Μαριουπολιτών φάνηκε να επιλύεται εν τέλει στις 21 Απριλίου 1934 όταν κατά την 1η Πανενωσιακή Ελληνική Σύσκεψη στη Μόσχα αποφασίστηκε η υιοθέτηση της δημοτικής ως την επίσημη φιλολογική γλώσσα των Ελλήνων της Σοβιετικής Ένωσης. Οι προσπάθειες των Ποντίων διανοουμένων να επισημοποιήσουν την ποντιακή γλώσσα, με την υιοθέτηση απλοποιημένου αλφαβήτου και με βάση τη γραμματική του Κώστα Τοπχαρά (το γένος Κανονίδης) είχε αποτύχει. Ο σοβιετικός ελληνισμός, και κυρίως ο πυρήνας των ποντιόφωνων που είχαν εγκατασταθεί στη Σοβιετική Ένωση πριν από τη Γενοκτονία και τον Α΄ Παγκόσμιο, κατάφερε να δημιουργήσει ένα σε μεγάλο βαθμό αυτόνομο από το ελληνικό κράτος πολιτισμό. Οι καλλιτεχνικές και λογοτεχνικές του ανησυχίες εκφράστηκαν μέσα από ποικίλα έργα που συνέπλεαν στη συντριπτική τους πλειοψηφία με τη στρατευμένη τέχνη που επέβαλε ο σταλινισμός. Πολιτικά, δημιουργήθηκαν τέσσερις ελληνικές σοβιετικές αυτόνομες περιοχές. Οι τρεις εντοπίζονταν στη νότια Ουκρανία, στη Μαριούπολη και το Ντονιέτσκ ενώ η τέταρτη και σημαντικότερη (η λεγόμενη «Ελληνική Περιοχή» ενταγμένη στην περιφέρεια Μαύρης Θάλασσας) είχε ως κέντρο της τη νοτιορωσική κωμόπολη Κριμσκ. Οι κύριες περιοχές διαμονής των Ελλήνων, σύμφωνα με απογραφή πληθυσμού του 1989, ήταν: Γεωργία (πάνω από 100 χιλιάδες), όπου πολύ σημαντική και πολυπληθής ήταν η διασπορά στο Σουχούμι της Αμπχαζίας, Ουκρανία (πάνω από 98 χιλιάδες), Ρωσία (πάνω από 91 χιλιάδες), Καζακστάν (πάνω από 46 χιλιάδες ) με συνολικό πληθυσμό στην ΕΣΣΔ πάνω από 358 χιλιάδες. Το σταλινικό καθεστώς ξεκίνησε εκτεταμένες διώξεις εις βάρος των εθνικών μειονοτήτων και των πολιτικών αντιπάλων του το 1934. Από τα τέλη του 1937, οι ελληνικές ελίτ εξοντώθηκαν ενώ οι τέως αυτόνομες ελληνικές περιοχές απογυμνώθηκαν σχεδόν απόλυτα από το ελληνικό στοιχείο με το μεγαλύτερο μέρος των κατοίκων του να δολοφονείται ή να στέλνεται είτε σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Σιβηρία είτε μετέπειτα στις στέπες της Κεντρικής Ασίας με σκοπό να χρησιμοποιηθούν για τη γεωργική και δομική βελτίωση των ερήμων του Καζακστάν και του Τατζικιστάν. Αυτές οι διώξεις σταμάτησαν μόνο στα τέλη του 1949, με τη μερική επιστροφή των επιζησάντων στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας. Εν τω μεταξύ, πλήθος Ελλήνων Σοβιετικών πολιτών είχε συμμετάσχει στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, το μεγαλύτερο μέρος από το σχεδόν μισό εκατομμύριο Ελληνοπόντιων και Μαριανουπολιτών της Σοβιετικής Ένωσης κατέφυγε στην Ελλάδα. Η κατάσταση για αυτούς υπήρξε ακόμη δυσχερέστερη, καθώς με την εγκατάστασή τους στην Ελλάδα περιθωριοποιήθηκαν κοινωνικά με τον αντιποντιακό ρατσισμό να ανθίζει εκ νέου.Το αδόκιμο εθνικό επίθετο «ρωσοπόντιος» είναι δείγμα της απαξιωτικής και απορριπτικής στάσης των ελλαδιτών μπροστά στους νεοαφιχθέντες, που υιοθετήθηκε και από απογόνους των Πόντιων και Μικρασιατών προσφύγων του 1922. Τέτοιο κλίμα δυσχέραινε η απουσία κρατικού σχεδίου αντιμετώπισης της προσφυγικής κρίσης ακόμη και γνώσης του ζητήματος, που έγινε εμφανής με την αδράνεια της Ελληνικής Δημοκρατίας κατά τη διάρκεια του πολέμου της Αμπχαζίας. Η άγνοια της ταυτότητας και της ιστορίας των νέων προσφύγων από μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας και οι προσπάθειες για κομματική εκμετάλλευσή τους επέφερε την άρνηση της ελληνικότητάς τους και έκανε ακόμη δυσκολότερη την ένταξή τους στο νεοελληνικό κράτος. Γλώσσα των περισσότερων Ποντίων ήταν (και ομιλείται ακόμη από σημαντική μερίδα τους) η ποντιακή. Εξαίρεση αποτελούσαν, μέχρι την ανταλλαγή πληθυσμών του 1923, οι τουρκόφωνοι Πόντιοι της περιοχής της Μπάφρας. Παρ’ όλο που διατηρεί στοιχεία της αρχαίας ιωνικής διαλέκτου της Μιλήτου, τα οποία ανάγονται μέχρι την εποχή του Ομήρου, η διάλεκτος αυτή προέρχεται από την ελληνιστική εποχή. Στα 2600 χρόνια ζωής της, η ποντιακή διάλεκτος, πέρα από τις επιδράσεις της ελληνιστικής κοινής και της μεσαιωνικής κοινής ελληνικής, δέχτηκε επιδράσεις από το λεξιλόγιο των Γενουατών και των Βενετσιάνων της Τραπεζούντας, των Περσών, των Γεωργιανών και των Τούρκων. Ωστόσο οι ξένες λέξεις αυτές εξελληνίστηκαν και εντάχθηκαν στο κλιτικό σύστημα της ελληνικής γλώσσας. Οι Πόντιοι χαρακτηρίζονται από τα στοιχεία παράδοσης και εθίμων που μετέφεραν από την πατρίδα τους. Οι χοροί, η ποντιακή διάλεκτος και κάποια από τα έθιμα διατηρούνται μέχρι και σήμερα. Σήμερα, σε ορισμένες περιοχές της Τουρκίας, ιδιαίτερα στις περιοχές Τόνγιας και Όφεως, ομιλείται ακόμη η ποντιακή διάλεκτος (αποκαλούμενη, στα τουρκικά, rumca, δηλ. ρωμαίικα) και χορεύονται οι ποντιακοί χοροί (αποκαλούμενοι, στα τουρκικά, horon, δηλ. χορός) από μουσουλμάνους Ποντίους, απογόνους των εξισλαμισμένων Ποντίων οι οποίοι είχαν εξαιρεθεί, λόγω θρησκεύματος, από την ανταλλαγή πληθυσμών του 1923.



Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Τραγούδια: 9545 | Albums/Singles: 1679 | Συντελεστές: 1943 | Λήμματα: 15799
Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr