.
.
Τα ωραιότερα ποντιακά τραγούδια

Η κόρ’ επήεν σον παρχάρ’

Στιχουργοί
Συνθέτες
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Η κόρ’ επήεν σον παρχάρ’
[Έι! πουλί μ’, πουλί μ’]
να ’ίνεται ρομάνα
[Έλα, έλα μετ’ εμέν]
και για τ’ ατέν θα ’ίνουμαι
[Έι! πουλί μ’, πουλί μ’]
και κυνηγός σ’ ορμάνια
[Έλα, έλα μετ’ εμέν]

Η κόρ’ επήεν σον νέρον,
[Έι! πουλί μ’, πουλί μ’]
επήεν γιά ’κ’ επήεν
[Έλα, έλα μετ’ εμέν]
Φοβούμαι ερρούξεν σο πεγάδ’
[Έι! πουλί μ’, πουλί μ’]
κι άμον σ̌εκέρ’ ελύεν
[Έλα, έλα μετ’ εμέν]

Ρομάνες πάτεν σο παρχάρ’
[Έι! πουλί μ’, πουλί μ’]
καλά δουλείας ποίστεν,
[Έλα, έλα μετ’ εμέν]
Όντες τρώτεν τ’ ανθόγαλα
[Έι! πουλί μ’, πουλί μ’]
το μερτικό μ’ αφήστεν
[Έλα, έλα μετ’ εμέν]
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
ατέναυτήν
γιάείτε, ή ya/yā
δουλείας(ονομ. πληθ.) δουλειές, (γεν. ενικ.) δουλειάς
ελύενλύθηκε, έλιωσε
επήενπήγε
ερρούξενέπεσε
’ίνεταιγίνεται
’ίνουμαιγίνομαι
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
όντεςόταν
ορμάνιαδάση orman
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
πάτεν(προστ.) πηγαίνετε, πάτε
πεγάδ’βρύση
ποίστεν(προστ.) κάντε, φτιάξτε ποιέω-ῶ
ρομάναπαρχαρομάνα, γυναίκα επιφορτισμένη με την επιμέλεια των ζώων και άλλες γαλακτοκομικές εργασίες στο παρχάρι (θερινό βοσκοτόπι)
ρομάνεςπαρχαρομάνες, γυναίκες επιφορτισμένες με την επιμέλεια των ζώων και άλλες γαλακτοκομικές εργασίες στο παρχάρι (θερινό βοσκοτόπι)
σ̌εκέρ’ζάχαρη, γλυκό/ά şeker < şakar (περσ.) < śakkharā (οψ. σανσκ.) < śárkarā (σανσκριτ.)
φοβούμαιφοβάμαι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
ατέναυτήν
γιάείτε, ή ya/yā
δουλείας(ονομ. πληθ.) δουλειές, (γεν. ενικ.) δουλειάς
ελύενλύθηκε, έλιωσε
επήενπήγε
ερρούξενέπεσε
’ίνεταιγίνεται
’ίνουμαιγίνομαι
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
όντεςόταν
ορμάνιαδάση orman
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
πάτεν(προστ.) πηγαίνετε, πάτε
πεγάδ’βρύση
ποίστεν(προστ.) κάντε, φτιάξτε ποιέω-ῶ
ρομάναπαρχαρομάνα, γυναίκα επιφορτισμένη με την επιμέλεια των ζώων και άλλες γαλακτοκομικές εργασίες στο παρχάρι (θερινό βοσκοτόπι)
ρομάνεςπαρχαρομάνες, γυναίκες επιφορτισμένες με την επιμέλεια των ζώων και άλλες γαλακτοκομικές εργασίες στο παρχάρι (θερινό βοσκοτόπι)
σ̌εκέρ’ζάχαρη, γλυκό/ά şeker < şakar (περσ.) < śakkharā (οψ. σανσκ.) < śárkarā (σανσκριτ.)
φοβούμαιφοβάμαι

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr