.
.
Αιώνιοι ήχοι - Τραντέλλενων ψ̌ήα

Ομάλι Κερασούντας

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Ομάλι Κερασούντας
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
«Ταχ» και «τουχ» σο ζιλ απάν’
κρού’ν κοπάλι͜α σην σειράν
Όλ’ γαϊμπέ με την ψ̌ην
κοπανίζ’νε την εγδίν

«Τσίβι - τσίβι» τα πουλία
κουδουκίζ’νε τα κοκκία
Σην εγδίν σο χ̌ι͜ορομύλ’,
[Πουλί μ’] νόστιμον σ̌ουρβάν, χασ̌ίλ’

Τα πουκάλι͜α τράντα γράδα̤,
τζ̌ιτζ̌ανίζ’ κι η σουσουράδα
Ση γαϊτέν ση τραγωδίαν,
τραμπαλίζ’ την εμορφίαν

«Τσίβι - τσίβι» τα πουλία
κουδουκίζ’νε τα κοκκία
Σην εγδίν σο χ̌ι͜ορομύλ’,
[Πουλί μ’] νόστιμον σ̌ουρβάν, χασ̌ίλ’

Νέτσ̌η, κουτσ̌ή τίνος είσαι;
Μετ’ εμέν θέλω να κείσαι
Σα κιλίμι͜α τη εγδίς,
κρύφκουμες αποβραδής

«Τσίβι - τσίβι» τα πουλία
κουδουκίζ’νε τα κοκκία
Σην εγδίν σο χ̌ι͜ορομύλ’,
[Πουλί μ’] νόστιμον σ̌ουρβάν, χασ̌ίλ’
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
απάν’πάνω
αποβραδήςαπ’ το βράδυ, κατά το βράδυ, βραδιάτικα
γαϊμπέδυνατά
γαϊτένμελωδία, μουσική σύνθεση, μουσικός σκοπός kayde
εγδίνγουδί, πέτρινο μεγάλο κατασκεύασμα στο αλώνι σαν γουδί όπου κοπανούσαν τα σιτηρά για να παρασκευάσουν τα κορκότα, πλιγούρια ἰγδίον<ἴγδις
εγδίςγουδιού, πέτρινο μεγάλο κατασκεύασμα στο αλώνι σαν γουδί όπου κοπανούσαν τα σιτηρά για να παρασκευάσουν τα κορκότα, πλιγούρια ἰγδίον<ἴγδις
εμορφίανομορφιά
ζιλοι ψιλά κουρδισμένες χορδές της λύρας, το οξύφωνα κουρδισμένο όργανο zil
κείσαικείτεσαι, ξαπλώνεις
κοκκίασιτάρια, κόκκοι σιταριού
κοπάλι͜ακόπανοι
κοπανίζ’νεκοπανάνε, χτυπούν πάνω σε
κουδουκίζ’νεραμφίζουν, τσιμπούν με το ράμφος
κουτσ̌ήκόρη
κρού’νχτυπούν κρούω
κρύφκουμεςκρυβόμαστε
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
νέτσ̌ηΕ! κόρη, ε! εσύ
όλ’όλοι/α
πουκάλι͜αμπουκάλια
σ̌ουρβάνσούπα από ξεφλουδισμένο και χοντροκομμένο σιτάρι ή κριθάρι çorba/şūrbā
τζ̌ιτζ̌ανίζ’απομυζεί
τίνοςποιού;
τραγωδίαντραγούδι
τραμπαλίζ’ανταλλάσσω/ει
τράντατριάντα
χ̌ι͜ορομύλ’χερόμυλος
χασ̌ίλ’πηκτός χυλός από σιτάρι ή αραβόσιτο αλεσμένο αρτυσμένος με βούτυρο, (υφαντουργία) αμυλούχο υγρό επιχρίωσης υφασμάτων που παρασκευάζεται από αλεύρι κ άλλες ουσίες που προσθέτει ακαμψία ή βάρος στο ύφασμα haşıl
ψ̌ηνψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
απάν’πάνω
αποβραδήςαπ’ το βράδυ, κατά το βράδυ, βραδιάτικα
γαϊμπέδυνατά
γαϊτένμελωδία, μουσική σύνθεση, μουσικός σκοπός kayde
εγδίνγουδί, πέτρινο μεγάλο κατασκεύασμα στο αλώνι σαν γουδί όπου κοπανούσαν τα σιτηρά για να παρασκευάσουν τα κορκότα, πλιγούρια ἰγδίον<ἴγδις
εγδίςγουδιού, πέτρινο μεγάλο κατασκεύασμα στο αλώνι σαν γουδί όπου κοπανούσαν τα σιτηρά για να παρασκευάσουν τα κορκότα, πλιγούρια ἰγδίον<ἴγδις
εμορφίανομορφιά
ζιλοι ψιλά κουρδισμένες χορδές της λύρας, το οξύφωνα κουρδισμένο όργανο zil
κείσαικείτεσαι, ξαπλώνεις
κοκκίασιτάρια, κόκκοι σιταριού
κοπάλι͜ακόπανοι
κοπανίζ’νεκοπανάνε, χτυπούν πάνω σε
κουδουκίζ’νεραμφίζουν, τσιμπούν με το ράμφος
κουτσ̌ήκόρη
κρού’νχτυπούν κρούω
κρύφκουμεςκρυβόμαστε
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
νέτσ̌ηΕ! κόρη, ε! εσύ
όλ’όλοι/α
πουκάλι͜αμπουκάλια
σ̌ουρβάνσούπα από ξεφλουδισμένο και χοντροκομμένο σιτάρι ή κριθάρι çorba/şūrbā
τζ̌ιτζ̌ανίζ’απομυζεί
τίνοςποιού;
τραγωδίαντραγούδι
τραμπαλίζ’ανταλλάσσω/ει
τράντατριάντα
χ̌ι͜ορομύλ’χερόμυλος
χασ̌ίλ’πηκτός χυλός από σιτάρι ή αραβόσιτο αλεσμένο αρτυσμένος με βούτυρο, (υφαντουργία) αμυλούχο υγρό επιχρίωσης υφασμάτων που παρασκευάζεται από αλεύρι κ άλλες ουσίες που προσθέτει ακαμψία ή βάρος στο ύφασμα haşıl
ψ̌ηνψυχή
Ομάλι Κερασούντας

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost