.
.
Ομεύω κι ονειρεύκουμαι, θυμούμαι και πορεύω

Κορτσόπον, είσαι έμορφον

Στιχουργοί
Συνθέτες
Κορτσόπον, είσαι έμορφον
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Κορτσόπον, είσαι έμορφον,
ο ήλι͜ον πα ’κι ομοι͜άει σε
Νασάν εκείν’ το παλληκάρ’
που θα δα̤βαίν’ και παίρ’ -τ- σε

Εφόρεσες κι ενέλλαξες,
ένουσ’νε άμον τρυγόνα
Σην Παναΐαν έταξα/όμνυσα¹,
θα ’φτάω σε τ’ εμόν -α

Όνταν/Όντες φορείς και -ν- αναλλά͜εις,
πώς καί͜εις και το καρδόπο μ’!
Φύγον και έλα μετ’ εμέν,
μη τυρα̤ννί͜εις το ψ̌όπο μ’
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αναλλά͜ειςφοράς τα καλά/γιορτινά σου ρούχα
δα̤βαίν’(για τόπο) περνάει, διασχίζει, (για χρόνο) περνάει (γενικότερα) περνάει, παύει, τελειώνει διαβαίνω
εκείν’εκείνοι/α
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έμορφονόμορφο
ενέλλαξεςφόρεσες καλά/γιορτινά ρούχα
ένουσ’νεέγινες, κατήντησες
καρδόποκαρδούλα
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κορτσόπονκοριτσάκι
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
νασάνχαρά σε
όμνυσαορκίστηκα
ομοι͜άειμοιάζει
όντανόταν
όντεςόταν
παπάλι, επίσης, ακόμα
παίρ’παίρνω/ει
τρυγόνατο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
τυρα̤ννί͜ειςτυραννάς, ταλαιπωρείς
φορείςφοράς
’φτάω(ευτάω) κάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
φύγον(προστ.) φύγε
ψ̌όποψυχούλα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αναλλά͜ειςφοράς τα καλά/γιορτινά σου ρούχα
δα̤βαίν’(για τόπο) περνάει, διασχίζει, (για χρόνο) περνάει (γενικότερα) περνάει, παύει, τελειώνει διαβαίνω
εκείν’εκείνοι/α
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έμορφονόμορφο
ενέλλαξεςφόρεσες καλά/γιορτινά ρούχα
ένουσ’νεέγινες, κατήντησες
καρδόποκαρδούλα
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κορτσόπονκοριτσάκι
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
νασάνχαρά σε
όμνυσαορκίστηκα
ομοι͜άειμοιάζει
όντανόταν
όντεςόταν
παπάλι, επίσης, ακόμα
παίρ’παίρνω/ει
τρυγόνατο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
τυρα̤ννί͜ειςτυραννάς, ταλαιπωρείς
φορείςφοράς
’φτάω(ευτάω) κάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
φύγον(προστ.) φύγε
ψ̌όποψυχούλα
Κορτσόπον, είσαι έμορφον
Σημειώσεις
¹ Ακούγεται να τραγουδάει «έμνυσα»

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr