.
.
Ποντιακά τραγούδια

Ελενίτσα

Στιχουργοί
Συνθέτες
Ελενίτσα
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Έλα κάθκα σα γόνατα μ’,
έλα κάθκα σο γιάνι μ’
Ας κάθουμαι και λέγω σε
ντ’ εδέβαν σο κιφάλι μ’

Ελενίτσα μ’, Ελενίτσα μ’,
ποδεδίζω σε, κουκλίτσα μ’!
Μετ’ ατό χαρεντερί͜εις με
κι έναν φίλεμαν ’κι δί’ς με

Μετ’ είπα σε το τερτόπο μ’,
μετ’ είπα σε το χάλι μ’
Πασ̌κείμ’ ντο είπα σε να παίρτς
το νου μ’ ας σο κιφάλι μ’

Τυραννίουμαι και κλαίω,
ση καν’νάν τιδέν ’κι λέω
Σ’ έναν έμορφον κορτσόπον
τα παράπονα μ’ θα λέω

Λελεύω τα χ̌ερόπα σου,
τ’ άσπρα τα πιλεκλία
Πώς ’κι γουεύ’ς και κρού’ς ατα
απέσ’ σα νερά τα κρύα;

Αρ’ αέτσ’ έν’ όπως λες,
κι αρ’ αέτσ’ αν πάει καλόν έν’
[Και -ν-] Εφίλεσα το μάγ’λον ατ’ς
κι ασ’ εμόν τρυφερόν έν’
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αέτσ’έτσι
απέσ’μέσα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
ασ’από
ατααυτά
ατ’ςαυτής, της
γιάνιπλάι, πλευρό yan
γουεύ’ςλυπάσαι, φείδεσαι, τσιγκουνεύεσαι, θυσιάζεις kıymak
δί’ςδίνεις
εδέβαν(για τόπο) πέρασαν, διέσχισαν, (για χρόνο) πέρασαν διαβαίνω
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έμορφονόμορφο
έν’είναι
εφίλεσαφίλησα
κάθκα(προστ.) κάθισε
καν’νάνκανέναν
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κιφάλικεφάλι
κορτσόπονκοριτσάκι
κρού’ςχτυπάς κρούω
λελεύωχαίρομαι
μάγ’λονμάγουλο magulum
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
παίρτςπαίρνεις
πασ̌κείμ’μήπως, μήπως (και) πᾶς καί ἔνι
πιλεκλία(για χέρια) αυτά που έχουν ωραίους/εύρωστους καρπούς bilekli (bilek=καρπός)
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
τερτόποκαημό, βάσανο, στενοχώρια dert + -όπον (υποκορ.)
τιδέντίποτα
τυραννίουμαιτυραννιέμαι, ταλαιπωριέμαι
φίλεμανφιλί
χ̌ερόπαχεράκια
χαρεντερί͜ειςχαροποιείς, ψυχαγωγείς
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αέτσ’έτσι
απέσ’μέσα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
ασ’από
ατααυτά
ατ’ςαυτής, της
γιάνιπλάι, πλευρό yan
γουεύ’ςλυπάσαι, φείδεσαι, τσιγκουνεύεσαι, θυσιάζεις kıymak
δί’ςδίνεις
εδέβαν(για τόπο) πέρασαν, διέσχισαν, (για χρόνο) πέρασαν διαβαίνω
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έμορφονόμορφο
έν’είναι
εφίλεσαφίλησα
κάθκα(προστ.) κάθισε
καν’νάνκανέναν
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κιφάλικεφάλι
κορτσόπονκοριτσάκι
κρού’ςχτυπάς κρούω
λελεύωχαίρομαι
μάγ’λονμάγουλο magulum
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
παίρτςπαίρνεις
πασ̌κείμ’μήπως, μήπως (και) πᾶς καί ἔνι
πιλεκλία(για χέρια) αυτά που έχουν ωραίους/εύρωστους καρπούς bilekli (bilek=καρπός)
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
τερτόποκαημό, βάσανο, στενοχώρια dert + -όπον (υποκορ.)
τιδέντίποτα
τυραννίουμαιτυραννιέμαι, ταλαιπωριέμαι
φίλεμανφιλί
χ̌ερόπαχεράκια
χαρεντερί͜ειςχαροποιείς, ψυχαγωγείς
Ελενίτσα

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr