.
.
Ση παλαιών τη στράταν

Γουρπάν’ και ποδεδίζω σε

Στιχουργοί
Συνθέτες
Γουρπάν’ και ποδεδίζω σε
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Τρυγ̆όνα μ’, απαράλλαχτα
ομοι͜άεις τ’ εμόν τ’ αρνόπο μ’
Σάεψον είσαι εσύ τ’ εμόν
έλα ’μπα σ’ εγκαλιόπο μ’

Γουρπάν’ και ποδεδίζω σε,
χαλαεμένον τάσιν
Για σπόγγ’σον τα ιδρώματα μ’
μετ’ ατό τη φοτά σ’ -ι

Η χ̌έρα μαύρον πρόβαν έν’
και σο σουρίν ’κ’ εμπαίνει
Σα κοτσορρύμι͜α βόσ̌κεται
και σα ταπάνι͜α μένει

Αφοριμένον γενεάν,
αφορισμένον γένος
Σον κόσμον εγ̆έντς καλατσ̌ήν
και σο χωρίον γέλος
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
απαράλλαχτααπολύτως όμοια, με απαράλλακτο τρόπο
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
αφορισμένοναφορισμένο, αναθεματισμένο
βόσ̌κεταιβοσκάει
γέλοςγέλιο, περίγελος
γενεάνγενιά
γουρπάν’θυσία kurban/ḳurbān
εγ̆έντςέγινες
εγκαλιόποαγκαλίτσα
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έν’είναι
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καλατσ̌ήνομιλία, συνομιλία, συζήτηση keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
κοτσορρύμι͜αρυάκια με λίγο νερό, ξερά ποταμάκια
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
’μπα(έμπα) μπες
ομοι͜άειςομοιάζεις, μοιάζεις
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
πρόβανπρόβατο
σάεψον(προστ.) υπολόγισε, εκτίμησε, λογάριασε saymak
σουρίνκοπάδι ζώων, πλήθος ανθρώπων, πομπή, σωρός από πράγματα sürü
σπόγγ’σον(προστ.) σκούπισε
τάσινκύπελλο, ποτήρι από χαλκό tas/ṭās
φοτάμέρος γυναικείας ενδυμασίας που έμπαινε πάνω από το λαχόρι, το ζωνάρι το οποίο έδεναν οι γυναίκες τριγωνικά στη μέση τους πάνω από τη ζιπούνα, γεν. ποδιά futa
χ̌έραχήρα
χαλαεμένονγανωμένο, το επαλειμμένο χάλκινο σκεύος με κασσίτερο kalay + -μένος
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
απαράλλαχτααπολύτως όμοια, με απαράλλακτο τρόπο
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
αφορισμένοναφορισμένο, αναθεματισμένο
βόσ̌κεταιβοσκάει
γέλοςγέλιο, περίγελος
γενεάνγενιά
γουρπάν’θυσία kurban/ḳurbān
εγ̆έντςέγινες
εγκαλιόποαγκαλίτσα
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έν’είναι
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καλατσ̌ήνομιλία, συνομιλία, συζήτηση keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
κοτσορρύμι͜αρυάκια με λίγο νερό, ξερά ποταμάκια
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
’μπα(έμπα) μπες
ομοι͜άειςομοιάζεις, μοιάζεις
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
πρόβανπρόβατο
σάεψον(προστ.) υπολόγισε, εκτίμησε, λογάριασε saymak
σουρίνκοπάδι ζώων, πλήθος ανθρώπων, πομπή, σωρός από πράγματα sürü
σπόγγ’σον(προστ.) σκούπισε
τάσινκύπελλο, ποτήρι από χαλκό tas/ṭās
φοτάμέρος γυναικείας ενδυμασίας που έμπαινε πάνω από το λαχόρι, το ζωνάρι το οποίο έδεναν οι γυναίκες τριγωνικά στη μέση τους πάνω από τη ζιπούνα, γεν. ποδιά futa
χ̌έραχήρα
χαλαεμένονγανωμένο, το επαλειμμένο χάλκινο σκεύος με κασσίτερο kalay + -μένος
Γουρπάν’ και ποδεδίζω σε

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr