.
.
Ποντιακά τραγούδια με την Λιζέττα Νικολάου

Τ’ ήλ’ το κάστρον

Στιχουργοί
Συνθέτες
Τ’ ήλ’ το κάστρον
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Όλα τα κάστρα -ν- είδα
κι όλια ’γύρισα
Κι άμον του ήλ’ το κάστρον
κάστρον ’κ’ έτονε
Σεράντα πόρτας είχ̌εν
κι όλια σίδερα
κι εξήντα παραθύρι͜α
κι όλα χάλκενα

Τούρκος το τριγυρίζει
χρόνους δώδεκα
Μηδέ επορεί να παίρει,
μηδ’ αφήν’ α̤το
Κι ένας μικρός Τουρκίτσος,
ρωμιογύριστος,
ρόκαν και ροκοτζούπιν
βάλ’ σα μέσα του

Το κάστρον τριγυρίζει
και μοιρολογά:
-Άνοιξον, πόρτα,
άνοιξον καστρόπορτα
Άνοιξον να εμπαίνω,
Τούρκοι διώχ’νε με
Ν’ αηλί εμέν την μάρσαν,
την χ̌ιλιάκλερον

Το κάστρον ’λογυρίζει
και μοιρολογά
κι η κόρ’ απέσ’ ακούει
και καρδοπονά
-Κι απόθεν ’μπαίν’ ο ήλεν,
έμπα απέσ’ κι εσύ
Κι απόθεν βγαίν’ ο φέγγον,
έβγα έξ’ κι εσύ

Κι άμον ντ’ ενοίγη η πόρτα,
χ̌ίλι͜οι έτρεξαν
Κι άλλοι την κόρ’ αρπάζ’νε
και άλλοι τα φλουριά
Κι από το παραθύρι
η κόρ’ επήδησε,
σε παλληκάρ’ αγκάλιας
ψυχομάχ̌ησε
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
άνοιξον(προστ.) άνοιξε
απέσ’μέσα
απόθεναπό που, από όπου
αρπάζ’νεαρπάζουν
αφήν’αφήνει
διώχ’νεδιώχνουν
έβγα(προστ.) βγες
έμπα(προστ.) μπες
εμπαίνωμπαίνω
έξ’έξω ή ο αριθμός έξι
επορείμπορεί
έτονεήταν
ήλ’ήλιου
ήλενήλιος/ήλιο
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’λογυρίζει(ολογυρίζει) τριγυρίζει
μάρσανμαύρη, κακόμοιρη, καημένη
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
όλιαόλα
πόρτας(ονομ.πληθ.) πόρτες porta
ρόκανεργαλείο για το γνέσιμο τού μαλλιού, ραβδί με ειδικά διαμορφωμένη άκρη ώστε να στερεώνεται το μαλλί ή το βαμβάκι που προορίζεται για γνέσιμο
ρωμιογύριστοςχριστιανός που έγινε μουσουλμάνος
σεράντασαράντα
φέγγονφεγγάρι
χ̌ιλιάκλερονστείρα, άκληρη γυναίκα, που πέρασαν τα χρόνια της χωρίς καμιά ελπίδα για τεκνοποίηση
χάλκεναχάλκινα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
άνοιξον(προστ.) άνοιξε
απέσ’μέσα
απόθεναπό που, από όπου
αρπάζ’νεαρπάζουν
αφήν’αφήνει
διώχ’νεδιώχνουν
έβγα(προστ.) βγες
έμπα(προστ.) μπες
εμπαίνωμπαίνω
έξ’έξω ή ο αριθμός έξι
επορείμπορεί
έτονεήταν
ήλ’ήλιου
ήλενήλιος/ήλιο
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’λογυρίζει(ολογυρίζει) τριγυρίζει
μάρσανμαύρη, κακόμοιρη, καημένη
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
όλιαόλα
πόρτας(ονομ.πληθ.) πόρτες porta
ρόκανεργαλείο για το γνέσιμο τού μαλλιού, ραβδί με ειδικά διαμορφωμένη άκρη ώστε να στερεώνεται το μαλλί ή το βαμβάκι που προορίζεται για γνέσιμο
ρωμιογύριστοςχριστιανός που έγινε μουσουλμάνος
σεράντασαράντα
φέγγονφεγγάρι
χ̌ιλιάκλερονστείρα, άκληρη γυναίκα, που πέρασαν τα χρόνια της χωρίς καμιά ελπίδα για τεκνοποίηση
χάλκεναχάλκινα
Τ’ ήλ’ το κάστρον

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr