.
.
Δόξα τω Θεώ

Αρνόπο μ’, ποίσον γαϊρέτ’

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Αρνόπο μ’, ποίσον γαϊρέτ’
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Τ’ αρνόπο μ’ κείται άρρωστον,
μενεί με «θ’ αποθάνω»
Ποίον παπόρ’ να παίρω εγώ
[ν’ αηλί εμέν! ασ’χώρετον]
σο γιάν’ ατ’ς να προφτάνω;

Τ’ αρνόπο μ’ κείται άρρωστον
και ση θανάτ’ τα χάλι͜α
Ο Χάρον, πουλί μ’, πώς θα παίρ’
[ν’ αηλί εμέν! ασ’χώρετον]
και τ’ ατεινές τα κάλλι͜α;

Αρνόπο μου, ποίσον γιαρτίμ’,
το ψ̌όπο σ’ κράτ’ καλά -νι
Πουλί μ’ θα ’ίνουμαι και πετώ
[ν’ αηλί εμέν! ασ’χώρετον]
κι έρχουμ’ σ’ εσόν το γιάνι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αποθάνωπεθαίνω
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ασ’χώρετονασυγχώρητο
ατεινέςαυτηνής
ατ’ςαυτής, της
γιάν’πλάι, πλευρά yan
γιάνιπλάι, πλευρό yan
έρχουμ’ερχόμουν
εσόνδικός/ή/ό σου
θανάτ’θανάτου
’ίνουμαιγίνομαι
κάλλι͜ακάλλη
κείταικείτεται, ξαπλώνει
κράτ’κράτα, βάστα, κάνε κράτει (προστ.)
μενείειδοποιεί, στέλνει μήνυμα, πληροφορεί, παραγγέλνει μηνύω
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
παίρ’παίρνω/ει
παίρωπαίρνω
παπόρ’βαπόρι, καράβι vapore
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
ψ̌όποψυχούλα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αποθάνωπεθαίνω
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ασ’χώρετονασυγχώρητο
ατεινέςαυτηνής
ατ’ςαυτής, της
γιάν’πλάι, πλευρά yan
γιάνιπλάι, πλευρό yan
έρχουμ’ερχόμουν
εσόνδικός/ή/ό σου
θανάτ’θανάτου
’ίνουμαιγίνομαι
κάλλι͜ακάλλη
κείταικείτεται, ξαπλώνει
κράτ’κράτα, βάστα, κάνε κράτει (προστ.)
μενείειδοποιεί, στέλνει μήνυμα, πληροφορεί, παραγγέλνει μηνύω
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
παίρ’παίρνω/ει
παίρωπαίρνω
παπόρ’βαπόρι, καράβι vapore
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
ψ̌όποψυχούλα
Αρνόπο μ’, ποίσον γαϊρέτ’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost