Προβολή Τραγουδιού
Γιαγκούν σον Πόντον |
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Καλλιτέχνες: Στάθης Ευσταθιάδης
Αποπέσ’ σο Χαψίκιοϊ¹ με τα δάκρυ͜α -ν- εδέβα Τη Ζύγανας² και το ραχ̌ίν ταρχάλι͜α -ν- επιδέβα Μοιρολογίας βάιναση, τρανόν γιαγκούν σον Πόντον και μουατσ̌ίρ’ οι Πόντιοι ση χαμονής το δρόμον Ταρχάλι͜α πορπατώ -ν- εγώ, σην δείσαν ταραμένος Τα δάκρυ͜α σ’ ομματόπα μου άμον σ̌ασ̌ουρεμένος Μοιρολογίας βάιναση, τρανόν γιαγκούν σον Πόντον και μουατσ̌ίρ’ οι Πόντιοι ση χαμονής το δρόμον
Κείμενο | Επεξήγηση | Ετυμ. Ρίζα | Προέλευση |
---|---|---|---|
άμον | σαν, όπως, καθώς | ἅμα | |
αποπέσ’ | από μέσα | ||
βάιναση | βουητό, θόρυβος, κραυγή | ||
γιαγκούν | φωτιά | yangın | |
δείσαν | ομίχλη | δεῖσα=υγρασία, λάσπη, βρωμιά | |
εδέβα | (για τόπο) πέρασα, διέσχισα (για χρόνο) πέρασα | διαβαίνω | |
επιδέβα | έφυγα, άφησα πίσω, προσπέρασα, ξεπέρασα | ||
μοιρολογίας | (ον. πληθ., τα) μοιρολόγια, (γεν. ενικ., τη) μοιρολογιού | ||
μουατσ̌ίρ’ | (αιτ. εν.) πρόσφυγα, μετανάστη, (πληθ.) πρόσφυγες, μετανάστες | muhacir/muhācir | |
ομματόπα | ματάκια | ||
πορπατώ | περπατάω | ||
ραχ̌ίν | βουνό, ράχη | ||
σ̌ασ̌ουρεμένος | σαστισμένος, που τα έχει χαμένα | şaşırmak | |
ταραμένος | αναμεμιγμένος, ανακατωμένος, μπλεγμένος | ||
ταρχάλι͜α | αμέσως, μονομιάς | derhal/der (περσ.) + ḥāl (αραβ.) | |
χαμονής | χαμού |
¹ (τουρκ. Hamsiköy) Κοινή ονομασία 4 χωριών της Άνω Ματσούκας, της Ζάβερας, Τσιαχαράντων, Μελιανάντων και Φαργανάντων. Μεγαλύτερο χωριό ήταν του Τσιαχαράντων. Και τα 4 χωριά μαζί είχαν πάνω από 1.300 κατοίκους, όλους Έλληνες χωρίς κανένα Τούρκο ² Ονομασία χωριού αλλά και παραπλήσιου βουνού στην περιοχή Ματσούκας του Πόντου