.
.
Πόντος, ανέσπαλτη πατρίδα μ’

Αν θέλτς με και αγαπάς με

Στιχουργοί
Συνθέτες
Αν θέλτς με και αγαπάς με
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Ακεί πέρα σ’ αγουλέτας
ντίλι-ντίλι τσ̌αγουλεύ’
Κι εγώ π’ αγαπώ ατο
μίαν σουμών’ και μίαν φεύ’

Τέρεν να μη χολοσπάντς με
και μη περιπαί͜εις με, ψ̌η μ’
Αν θέλτς με και αγαπάς με
’ίνεσαι, γιάβρουμ, γαρή μ’

Ψηλά είν’ τα παράθυρα σ’,
ψηλόν η καθισία σ’
Γιατί, σ̌κύλ’, (νε) θαγατέρα,
τσ̌αταλεύ’ς την καρδία σ’

Τέρεν να μη χολοσπάντς με
και μη περιπαί͜εις με, ψ̌η μ’
Αν θέλτς με και αγαπάς με
’ίνεσαι, γιάβρουμ, γαρή μ’

Έναν κι έναν ευτάγ’νε δύο,
άκ’σον ντο θα λέγω σε
Δύο εποίκανε τον κόσμον,
νούντσον α’, λελεύω σε!

Τέρεν να μη χολοσπάντς με
και μη περιπαί͜εις με, ψ̌η μ’
Αν θέλτς με και αγαπάς με
’ίνεσαι, γιάβρουμ, γαρή μ’
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
α’(ατό) αυτό, το
αγουλέταςμαντριά αρνιών ağıl
ακείεκεί
άκ’σον(προστ.) άκουσε
γαρήσύζυγος, γυναίκα karı
γιάβρουμαγαπημένη μου, γιαβρί μου yavrum
είν’(για πληθ.) είναι
εποίκανεέκαναν, έφτιαξαν ποιέω-ῶ
ευτάγ’νεκάνουν, φτιάχνουν εὐθειάζω
θαγατέρακόρη, θυγατέρα
θέλτςθέλεις
’ίνεσαιγίνεσαι
καθισίατο να κάθεται κπ, το καθισιό, ο τρόπος του κάθεσται, συγκέντρωση συγγενών και φίλων κατά τις χειμωνιάτικες νύχτες, βεγγέρα
λελεύωχαίρομαι
μίανμια φορά
νούντσον(προστ.) σκέψου
περιπαί͜ειςπεριπαίζεις
σ̌κύλ’(γεν.) σκύλου
σουμών’σιμώνει, πλησιάζει
τέρεν(προστ.) κοίταξε
τσ̌αταλεύ’ς(αδοκ. τύπος του τσ̌αταλαεύω) διαιρείς, διχάζεις, διακλαδώνεις çatallanmak
φεύ’φεύγει
χολοσπάντςστενοχωρείς κπ, (αμετ.) στενοχωριέσαι
ψ̌ηψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
α’(ατό) αυτό, το
αγουλέταςμαντριά αρνιών ağıl
ακείεκεί
άκ’σον(προστ.) άκουσε
γαρήσύζυγος, γυναίκα karı
γιάβρουμαγαπημένη μου, γιαβρί μου yavrum
είν’(για πληθ.) είναι
εποίκανεέκαναν, έφτιαξαν ποιέω-ῶ
ευτάγ’νεκάνουν, φτιάχνουν εὐθειάζω
θαγατέρακόρη, θυγατέρα
θέλτςθέλεις
’ίνεσαιγίνεσαι
καθισίατο να κάθεται κπ, το καθισιό, ο τρόπος του κάθεσται, συγκέντρωση συγγενών και φίλων κατά τις χειμωνιάτικες νύχτες, βεγγέρα
λελεύωχαίρομαι
μίανμια φορά
νούντσον(προστ.) σκέψου
περιπαί͜ειςπεριπαίζεις
σ̌κύλ’(γεν.) σκύλου
σουμών’σιμώνει, πλησιάζει
τέρεν(προστ.) κοίταξε
τσ̌αταλεύ’ς(αδοκ. τύπος του τσ̌αταλαεύω) διαιρείς, διχάζεις, διακλαδώνεις çatallanmak
φεύ’φεύγει
χολοσπάντςστενοχωρείς κπ, (αμετ.) στενοχωριέσαι
ψ̌ηψυχή
Αν θέλτς με και αγαπάς με

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr