Ποντιακός Στίχος

Προβολή Τραγουδιού

Κατεβάστε τους στίχους σε PDF

Αητέντς επαραπέτανεν

Ακρίτας όντας έλαμνενΑκρίτας όντας έλαμνεν

Στιχουργοί: Παραδοσιακό

Συνθέτες: Παραδοσιακό

Καλλιτέχνες: Γιώργος Αμαραντίδης


Αητέντς επαραπέτανεν
ψηλά σα επουράνι͜α
[Ούι! αμάν! αμάν! (x2)]
Και τα τσ̌αγγία τ’ κόκκινα
και το τσ̌αρκούλ’ν ατ’ μαύρον
[Ούι! αμάν! αμάν! (x2)]
Εκράν’νεν και σα κάρτζ̌ι͜α¹ του
παλληκαρί’ βραχ̌ι͜όνας
[Ούι! αμάν! αμάν! (x2)]

-Αητέ μ’, για δος με ας σο κρατείς
για πέει με όθεν κείται;
[Ούι! αμάν! αμάν! (x2)]

-Ας σο κρατώ ’κι δίγω σε,
αρ’ όθεν κείται λέγω
[Ούι! αμάν! αμάν! (x2)]
Για ποίσον σιδερέν ραβδίν
και χάλκινα τσ̌αρούχ̌ι͜α
[Ούι! αμάν! αμάν! (x2)]
Κι έπαρ’ σο χέρι σ’ τη στράταν
κι όλιον το μονοπάτι
[Ούι! αμάν! αμάν! (x2)]
Ακεί σο πέραν σο ραχ̌ίν,
σ’ αλάτι͜α επεκεί μέρος
[Ούι! αμάν! αμάν! (x2)]
Μαύρα πουλία τρώγ’ν’ ατον
και άσπρα τριγυλίσκουν
[Ούι! αμάν! αμάν! (x2)]

-Φατέστεν, πουλία μ’, φατέστεν!
Φατέστεν τον καρίπην
[Ούι! αμάν! αμάν! (x2)]
Ση θάλασσαν κολυμπετής,
σ’ ορμάνια πεχλιβάνος
[Ούι! αμάν! αμάν! (x2)]
σον πόλεμον Τραντέλλενας
Ρωμαίικον παλληκάριν
[Ούι! αμάν! αμάν! (x2)]
Γλωσσάρι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αητέντςαητός
ακείεκεί
αλάτι͜αέλατα
βραχ̌ι͜όναςβραχίονες, μπράτσα βραχίων
δίγωδίνω
δοςδώσε
εκράν’νενκρατούσε
έπαρ’(προστ.) πάρε
επαραπέτανενπαραπετούσε, πετούσε πολλή ώρα ή πολύ ψηλά
επεκείαπό εκεί, από τότε, ύστερα, κατόπιν
καρίπηνξένο, μοναχικό, φτωχό, ανήμπορο garip/ġarīb
κάρτζ̌ι͜ανύχια kanca<ganzo (βενετ.)<γαμψός ή ganskyos=κλαδί (πρωτοκελτικά)
κείταικείτεται, ξαπλώνει
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κολυμπετήςκολυμβητής
όθενόπου, οπουδήποτε, σε όποιον
όλιονόλο, ολόκληρο
ορμάνιαδάση orman
παλληκαρί’παλληκαριού παλληκάριον<πάλληξ, πάλλαξ
πέει(προστ.) πες
πεχλιβάνοςκυρ. παλαιστής, μτφ. παλληκάρι, ανδρειωμένος pehlivan/pehlevān
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
ραχ̌ίνβουνό, ράχη
ρωμαίικοναυτό που είναι των Ρωμιών, ελληνικό
σιδερένσιδερένιο
Τραντέλλεναςο τριάντα φορές Έλληνας
τριγυλίσκουντριγυρίζουν, περιτριγυρίζουν
τρώγ’ν’τρώνε
τσ̌αγγίαείδος μαλακού περσικού (παρθικού) υποδήματος από τη βυζαντινή περίοδο και εξής, το οποίο αναφερόταν σε υπόδημα ψηλό μέχρι τα γόνατα (μπότα) από ερυθρό δέρμα που προσαρμοζόταν στην κνήμη με κορδόνια τζάγγα/τζαγγή ή τζαγγίον/zanca~zanga
τσ̌αρκούλ’νγυναικεία καλύπτρα, λειρί πτηνού
φατέστεν(προστ.) φάτε
Σημειώσεις
¹ Ακούγεται πιθ. εκ παραδρομής να λέει «κράτζ̌ι͜α»

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2024

Τραγούδια: 9056 | Albums/Singles: 1426 | Συντελεστές: 1837 | Λήμματα: 15689
Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr