.
.
Χάλχατζη

Τσούνας θεγατέρα

Στιχουργοί
Συνθέτες
Τσούνας θεγατέρα
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Πολλά να λέγω πα ’κ’ επορώ
αρ’ ολίγα πα ’κι κανείνταν
Τα τέρτι͜α μ’ είναι, ψ̌η μ’, πολλά
μερών’ πα και ’κι τελείνταν

Τυρα̤ννίγουμαι και κλαίγω
σε καν’νάν τιδέν ’κι λέγω
Σ’ έναν έμορφον κορτσόπον
τα παράπονα μ’ θα λέγω

Έρθα, πουλί μ’, ση μαχαλά σ’
έρθα ση γειτονία σ’
Κανείς ’κι κουίζ’ τ’ όνεμα σ’
ν’ ακούω και/πα τη λαλία σ’

Ε! τσουνίτσας θεγατέρα,
πάντα λες με «δέβα κι έλα»
Μετ’ ατόν χαρεντερί͜εις με
κι έναν φίλεμαν ’κι δί’ς με

Άμον ήλιος εφώταξες
αρ’ άμον αέρα εδέβες
Ούσνα εκαλοτέρ’να σε
ραχ̌όπα επιδέβες

Έναν μήναν κι έναν χρόνον
σύρω τη σεβτάς τον πόνον
Το κιφάλι μ’ σο μαξιλάρ’,
ο νους ι-μ’ έν’ σο δρόμον
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
δέβα(προστ.) πήγαινε
δί’ςδίνεις
εδέβεςπέρασες, έφυγες, διάβηκες διαβαίνω
εκαλοτέρ’νακαλοκοιτούσα, ξανακοιτούσα
έμορφονόμορφο
έν’είναι
επιδέβεςέφυγες, άφησες πίσω, προσπέρασες, ξεπέρασες
επορώμπορώ
έρθαήρθα
εφώταξεςφώτισες, έλαμψες
θεγατέραθυγατέρα, κόρη
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κανείντανφτάνουν, είναι αρκετά
καν’νάνκανέναν
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κιφάλικεφάλι
κορτσόπονκοριτσάκι
κουίζ’φωνάζω/ει, λαλώ/εί, καλώ/εί κπ ονομαστικά
λαλίαλαλιά, φωνή
μαχαλάγειτονιά mahalle/maḥalle
μερών’μερώνει, ξημερώνει
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
όνεμαόνομα
ούσναμέχρι που, έως ότου
παπάλι, επίσης, ακόμα
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
ραχ̌όπαραχούλες, βουνά
σεβτάςαγάπης, έρωτα sevda/sevdā
σύρωσέρνω, τραβώ, ρίχνω
τελείνταν(αμτβ.) τελειώνουν, εξαντλούνται, μτφ. πεθαίνουν
τέρτι͜ακαημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
τιδέντίποτα
τυρα̤ννίγουμαιτυραννιέμαι, ταλαιπωρούμαι
φίλεμανφιλί
χαρεντερί͜ειςχαροποιείς, ψυχαγωγείς
ψ̌ηψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
δέβα(προστ.) πήγαινε
δί’ςδίνεις
εδέβεςπέρασες, έφυγες, διάβηκες διαβαίνω
εκαλοτέρ’νακαλοκοιτούσα, ξανακοιτούσα
έμορφονόμορφο
έν’είναι
επιδέβεςέφυγες, άφησες πίσω, προσπέρασες, ξεπέρασες
επορώμπορώ
έρθαήρθα
εφώταξεςφώτισες, έλαμψες
θεγατέραθυγατέρα, κόρη
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κανείντανφτάνουν, είναι αρκετά
καν’νάνκανέναν
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κιφάλικεφάλι
κορτσόπονκοριτσάκι
κουίζ’φωνάζω/ει, λαλώ/εί, καλώ/εί κπ ονομαστικά
λαλίαλαλιά, φωνή
μαχαλάγειτονιά mahalle/maḥalle
μερών’μερώνει, ξημερώνει
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
όνεμαόνομα
ούσναμέχρι που, έως ότου
παπάλι, επίσης, ακόμα
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
ραχ̌όπαραχούλες, βουνά
σεβτάςαγάπης, έρωτα sevda/sevdā
σύρωσέρνω, τραβώ, ρίχνω
τελείνταν(αμτβ.) τελειώνουν, εξαντλούνται, μτφ. πεθαίνουν
τέρτι͜ακαημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
τιδέντίποτα
τυρα̤ννίγουμαιτυραννιέμαι, ταλαιπωρούμαι
φίλεμανφιλί
χαρεντερί͜ειςχαροποιείς, ψυχαγωγείς
ψ̌ηψυχή
Τσούνας θεγατέρα

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr