.
.
Ποντιακό γλέντι

Ν’ αηλί εμέν

Στιχουργοί
Συνθέτες
Ν’ αηλί εμέν
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Η τρυγόνα σο ραχ̌ίν
έφαεν και τη βρεχ̌ήν
[Όι! ν’ αηλί εμέν!/Ποδεδίζ’ ατεν!]
Έτρεξα εγώ με την ψ̌ην
σ’ ατεινές την απαντήν
[Ντό να ’ίνουμαι;/Ποδεδίζ’ ατεν!]

Σουμά σ’ ατέν επήγα,
τα ξύλα τ’ς έν’ ολίγα
[Όι! ν’ αηλί εμέν!/Ποδεδίζ’ ατεν!]
Ατέ σίτ’ ετυλίγα,
σο σ̌ελέκ’ ’τσαρφουλίγα
[Όι! ν’ αηλί εμέν!/Ποδεδίζ’ ατεν!]
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
απαντήνσυνάντηση, αντάμωση
ατέαυτή
ατεινέςαυτηνής
ατέναυτήν
ατεναυτήν
βρεχ̌ήνβροχή
έν’είναι
ετυλίγατυλίχθηκα
έφαενέφαγε
’ίνουμαιγίνομαι
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
ποδεδίζ’(ενεργ. και μέση) χαίρομαι/εσαι, απολαμβάνω/ει, προσκυνώ/άει από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ραχ̌ίνβουνό, ράχη
σ̌ελέκ’φορτίο ξύλων ή χόρτων που φέρεται στη ράχη ανθρώπου şelek<շալակ (shalag)=πλάτη, ράχη, μτφ. φορτίο
σίτ’καθώς, ενώ σόταν<εις όταν
σουμάκοντά
τρυγόνατο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
’τσαρφουλίγαγραντζουνίστηκα
ψ̌ηνψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
απαντήνσυνάντηση, αντάμωση
ατέαυτή
ατεινέςαυτηνής
ατέναυτήν
ατεναυτήν
βρεχ̌ήνβροχή
έν’είναι
ετυλίγατυλίχθηκα
έφαενέφαγε
’ίνουμαιγίνομαι
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
ποδεδίζ’(ενεργ. και μέση) χαίρομαι/εσαι, απολαμβάνω/ει, προσκυνώ/άει από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ραχ̌ίνβουνό, ράχη
σ̌ελέκ’φορτίο ξύλων ή χόρτων που φέρεται στη ράχη ανθρώπου şelek<շալակ (shalag)=πλάτη, ράχη, μτφ. φορτίο
σίτ’καθώς, ενώ σόταν<εις όταν
σουμάκοντά
τρυγόνατο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
’τσαρφουλίγαγραντζουνίστηκα
ψ̌ηνψυχή
Ν’ αηλί εμέν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr