.
.
Ση παλαιών τη στράταν

Το φιστανόπο σ’ κόκκικον

Στιχουργοί
Συνθέτες
Το φιστανόπο σ’ κόκκικον
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Τούρκικον το πορπάτεμα σ’,
ρωμαίικον η θωρέα σ’
Μίαν κι άλλο ας έλεπα
σο γιάν’ την εμποδέα σ’

Το φιστανόπο σ’ κόκκινον,
η φοτά σ’ γερανέον
Ατό τ’ ομματοτέρεμα σ’,
Τούρκον ευτάει Ρωμαίον

Αδά σον κατακέφαλον
λιθάρι͜α θα κυλίζω
Ατού σα μὲσα σ’ τα λεγνά
τα χ̌έρι͜α μ’ θα τυλίζω

Απ’ αδακέσ’ ντ’ εράευες,
πλάν καικά ντ’ εδεβαίν’νες;
Έρθες επέρες σ’ ομμάτι͜α μ’
αλλά ας σο νου μ’ ’κ’ εξέβες

Αδά σον κόσμον αγαπώ
είναν Θεόν κι εσέναν
Αν θέλτς δέβα σον ανοιχτήν,
έβγαλ’ τ’ εμόν το ψέμαν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αδάεδώ
αδακέσ’εδώ γύρω, κάπου εδώ
ανοιχτήνμάντη, χαρτομάντη
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
ατούεκεί (σε τόπο ή σημείο που βρίσκεται σε κάποιο απόσταση)
γερανέονκυανό, γαλάζιο
γιάν’πλάι, πλευρά yan
δέβα(προστ.) πήγαινε
έβγαλ’(προστ.) βγάλε
εδεβαίν’νες(για τόπο) περνούσες, διέσχιζες (για χρόνο) περνούσες διαβαίνω
είνανέναν, μία
έλεπαέβλεπα
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
εμποδέαποδιά
εξέβεςβγήκες
επέρεςπήρες
εράευεςέψαχνες, αναζητούσες, γύρευες aramak
έρθεςήρθες
ευτάεικάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
θέλτςθέλεις
θωρέαθωριά, όψη
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καικάπρος τα κάτω, εκεί ακριβώς, κοντά
κατακέφαλονκατηφόρα, μτφ. πονηρό άνθρωπο
κυλίζωκυλάω
λεγνάλιγνά
λιθάρι͜αλιθάρια, πέτρες
μὲσα(τα) η μέση
μίανμια φορά
μίαν κι άλλοάλλη μια φορά
ομμάτι͜αμάτια
ομματοτέρεμαβλέμμα, ματιά
πλάνπλάι, πλαϊνό/ παρακείμενο μέρος, παραπέρα
πορπάτεμαπερπάτημα, περπατησιά
ρωμαίικοναυτό που είναι των Ρωμιών, ελληνικό
ρωμαίονρωμιό, έλληνα (χριστιανό υπήκοο της οθωμ. αυτοκρατορίας)
τυλίζωτυλίγω
φιστανόποφουστανάκι fistan<fustān
φοτάμέρος γυναικείας ενδυμασίας που έμπαινε πάνω από το λαχόρι, το ζωνάρι το οποίο έδεναν οι γυναίκες τριγωνικά στη μέση τους πάνω από τη ζιπούνα, γεν. ποδιά futa
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αδάεδώ
αδακέσ’εδώ γύρω, κάπου εδώ
ανοιχτήνμάντη, χαρτομάντη
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
ατούεκεί (σε τόπο ή σημείο που βρίσκεται σε κάποιο απόσταση)
γερανέονκυανό, γαλάζιο
γιάν’πλάι, πλευρά yan
δέβα(προστ.) πήγαινε
έβγαλ’(προστ.) βγάλε
εδεβαίν’νες(για τόπο) περνούσες, διέσχιζες (για χρόνο) περνούσες διαβαίνω
είνανέναν, μία
έλεπαέβλεπα
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
εμποδέαποδιά
εξέβεςβγήκες
επέρεςπήρες
εράευεςέψαχνες, αναζητούσες, γύρευες aramak
έρθεςήρθες
ευτάεικάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
θέλτςθέλεις
θωρέαθωριά, όψη
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καικάπρος τα κάτω, εκεί ακριβώς, κοντά
κατακέφαλονκατηφόρα, μτφ. πονηρό άνθρωπο
κυλίζωκυλάω
λεγνάλιγνά
λιθάρι͜αλιθάρια, πέτρες
μὲσα(τα) η μέση
μίανμια φορά
μίαν κι άλλοάλλη μια φορά
ομμάτι͜αμάτια
ομματοτέρεμαβλέμμα, ματιά
πλάνπλάι, πλαϊνό/ παρακείμενο μέρος, παραπέρα
πορπάτεμαπερπάτημα, περπατησιά
ρωμαίικοναυτό που είναι των Ρωμιών, ελληνικό
ρωμαίονρωμιό, έλληνα (χριστιανό υπήκοο της οθωμ. αυτοκρατορίας)
τυλίζωτυλίγω
φιστανόποφουστανάκι fistan<fustān
φοτάμέρος γυναικείας ενδυμασίας που έμπαινε πάνω από το λαχόρι, το ζωνάρι το οποίο έδεναν οι γυναίκες τριγωνικά στη μέση τους πάνω από τη ζιπούνα, γεν. ποδιά futa
Το φιστανόπο σ’ κόκκικον

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr