.
.
Καρσλίδικα σεβντάδας

Κορτσόπον, έλα μετ’ εμέν

Κορτσόπον, έλα μετ’ εμέν
fullscreen
Κορτσόπον, έλα μετ’ εμέν,
έλα σ’ εμέν ολίγον
Έναν βράδον κοιμέθ’ μ’ εμέν
κι έρκεντεν σούκ’ και φύγον

Το γιοσμαλούν το τέρεμα σ’,
το γέλος ι-σ’ λελεύω
Εσέν πη θ’ αγκαλά̤σ̌κεται
τον τυχερόν ζηλεύω

Μετ’ εσέν ρούζω σο κρεβάτ’
και μετ’ εσέν γνεφίζω
Αΐκον όραμαν γλυκύν
εγώ να ποδεδίζω!

Εσύ δος με έναν φίλεμαν,
εγώ δίγω σε δύο
Εσύ δος με τ’ εγκαλόπο σ’
κι εγώ όλον το βίο μ’
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αγκαλά̤σ̌κεταιπαίρνει αγκαλιά, αγκαλιάζει
αΐκοντέτοιο/α
βίοτο βιος, το σύνολο των ζωντανών που έχει στην ιδιοκτησία του κάποιος, η περιουσία κάποιου
βράδονβράδυ
γέλοςγέλιο, περίγελος
γιοσμαλούνκομψό, λεβέντικο yosmalı
γλυκύνγλυκιά/ό
γνεφίζωξυπνώ
δίγωδίνω
δοςδώσε
εγκαλόποαγκαλιά, αγκαλίτσα
έρκεντεννωρίς erkenden
κοιμέθ’(προστ.) κοιμήσου
κορτσόπονκοριτσάκι
λελεύωχαίρομαι
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
να ποδεδίζωνα χαρώ κπ
ολίγονλίγο
όραμανόνειρο
πηπου
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ρούζωπέφτω, ρίπτω
σούκ’(προστ.) σήκω
τέρεμαβλέμμα
φίλεμανφιλί
φύγον(προστ.) φύγε
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αγκαλά̤σ̌κεταιπαίρνει αγκαλιά, αγκαλιάζει
αΐκοντέτοιο/α
βίοτο βιος, το σύνολο των ζωντανών που έχει στην ιδιοκτησία του κάποιος, η περιουσία κάποιου
βράδονβράδυ
γέλοςγέλιο, περίγελος
γιοσμαλούνκομψό, λεβέντικο yosmalı
γλυκύνγλυκιά/ό
γνεφίζωξυπνώ
δίγωδίνω
δοςδώσε
εγκαλόποαγκαλιά, αγκαλίτσα
έρκεντεννωρίς erkenden
κοιμέθ’(προστ.) κοιμήσου
κορτσόπονκοριτσάκι
λελεύωχαίρομαι
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
να ποδεδίζωνα χαρώ κπ
ολίγονλίγο
όραμανόνειρο
πηπου
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ρούζωπέφτω, ρίπτω
σούκ’(προστ.) σήκω
τέρεμαβλέμμα
φίλεμανφιλί
φύγον(προστ.) φύγε
Κορτσόπον, έλα μετ’ εμέν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost