.
.
Λεφτοκάρυ͜α

Εχ̌ι͜ονίγα

Στιχουργοί
Συνθέτες
Εχ̌ι͜ονίγα
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Έναν βούραν τσατσόπα,
λεφτοκαρί’ καντζόπα
Βάλλ’ ατα σην τσ̌όπι͜α μου,
καντουρεύω κορτσόπα

Εχ̌ι͜ονίγα - εχ̌ιονίγα,
αρ’ εγώ -ν- επατουλίγα
Ση Σιναλού την Παναγιά
τ’ αρνόπο μ’ ετυλίγα

Έλα να μονάζω σε,
καντζία θα φάζω σε
Ση καπνού το τσάκωμαν
’γω θ’ απονεγκάζω σε

Εχ̌ι͜ονίγα - εχ̌ιονίγα,
αρ’ εγώ -ν- επατουλίγα
Ση Σιναλού την Παναγιά
τ’ αρνόπο μ’ ετυλίγα

Τα φιλέματα σ’ σ̌εκέρ’,
η καλατσ̌ή σ’ άμον μέλ’
Ας χ̌αίρουμες τη ζωή,
πόσον ζούμε, τσί εξέρ’;

Εχ̌ι͜ονίγα - εχ̌ιονίγα,
αρ’ εγώ -ν- επατουλίγα
Ση Σιναλού την Παναγιά
τ’ αρνόπο μ’ ετυλίγα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απονεγκάζωξεκουράζω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ατααυτά
βάλλ’βάζω/ει
βούρανχούφτα vola=η παλάμη του χεριού ή το πέλμα του ποδιού
εξέρ’ξέρω/ει, γνωρίζω/ει
επατουλίγασκεπάστηκα με νιφάδες χιονιού (πατούλια), χιονίστηκα
ετυλίγατυλίχθηκα
εχ̌ι͜ονίγαχιονίστηκα
καλατσ̌ήομιλία, συνομιλία, συζήτηση keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
καντζίαψίχες από πυρηνόκαρπους ή άλλους σπόρους
καντζόπακαρποί
καντουρεύωξεγελάω, εξαπατάω, κοροϊδεύω kandırmak
κορτσόπακοριτσάκια
λεφτοκαρί’λεπτοκαρυάς, φουντουκιάς λεπτο- + κάρυον
μέλ’μέλι
μονάζωφιλοξενώ για διανυκτέρευση
σ̌εκέρ’ζάχαρη, γλυκό/ά şeker < şakar (περσ.) < śakkharā (οψ. σανσκ.) < śárkarā (σανσκριτ.)
τσάκωμανσπάσιμο
τσατσόπαξεροκλάδια θάμνων, φρύγανα
τσί(τις) ποιός;
τσ̌όπι͜ατσέπη cep/ceyb
φάζωταΐζω
φιλέματαφιλιά
χ̌αίρουμεςχαιρόμαστε
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απονεγκάζωξεκουράζω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ατααυτά
βάλλ’βάζω/ει
βούρανχούφτα vola=η παλάμη του χεριού ή το πέλμα του ποδιού
εξέρ’ξέρω/ει, γνωρίζω/ει
επατουλίγασκεπάστηκα με νιφάδες χιονιού (πατούλια), χιονίστηκα
ετυλίγατυλίχθηκα
εχ̌ι͜ονίγαχιονίστηκα
καλατσ̌ήομιλία, συνομιλία, συζήτηση keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
καντζίαψίχες από πυρηνόκαρπους ή άλλους σπόρους
καντζόπακαρποί
καντουρεύωξεγελάω, εξαπατάω, κοροϊδεύω kandırmak
κορτσόπακοριτσάκια
λεφτοκαρί’λεπτοκαρυάς, φουντουκιάς λεπτο- + κάρυον
μέλ’μέλι
μονάζωφιλοξενώ για διανυκτέρευση
σ̌εκέρ’ζάχαρη, γλυκό/ά şeker < şakar (περσ.) < śakkharā (οψ. σανσκ.) < śárkarā (σανσκριτ.)
τσάκωμανσπάσιμο
τσατσόπαξεροκλάδια θάμνων, φρύγανα
τσί(τις) ποιός;
τσ̌όπι͜ατσέπη cep/ceyb
φάζωταΐζω
φιλέματαφιλιά
χ̌αίρουμεςχαιρόμαστε
Εχ̌ι͜ονίγα

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr