.
.
Kadinelia

Κορτσόπον

Στιχουργοί
Συνθέτες
Κορτσόπον
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Εσύ το κομμενόχρονον¹
[Κορτσόπον, λάλ’ με!]
και το χαϊρασίζ’κον
[Λάλ’ με κι ας λαλώ σε/
Φίλ’ με κι ας φιλώ σε]
Ας είχα και να εφίλ’να σε
[Κορτσόπον, λάλ’ με!]
σ’ έναν ορμάν’ ισίζ’κον
[Λάλ’ με κι ας λαλώ σε/
Φίλ’ με κι ας φιλώ σε]

’Μώ σε παλαλός έν’!
Αούτος ο νέος
λέει με «έλα, ας φιλώ σε»

Αφκά σα παραθυρόπα σ’
[Κορτσόπον, λάλ’ με!]
αρ’ άμον χτήνον κράζω
[Λάλ’ με κι ας λαλώ σε/
Φίλ’ με κι ας φιλώ σε]
Σον τόπον ντ’ εσυντζ̌αίναμε
[Κορτσόπον, λάλ’ με!]
τερώ κι αναστενάζω
[Λάλ’ με κι ας λαλώ σε/
Φίλ’ με κι ας φιλώ σε]

’Μώ σε, θεία, ’μώ σε!
’Μώ σε παλαλός έν’
Μ’ έναν βούραν λεφτοκάρυ͜α
λέει με «έλα, ας φιλώ σε»
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αούτοςαυτός
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αφκάκάτω
βούρανχούφτα vola=η παλάμη του χεριού ή το πέλμα του ποδιού
έν’είναι
εσυντζ̌αίναμεσυνομιλούσαμε συντυχ̌αίνω<συν + τυγχάνω
εφίλ’ναφιλούσα
ισίζ’κονερημικό, απομονωμένο ıssız
κομμενόχρονοναυτό που είθε να του κοπούν τα χρόνια
κορτσόπονκοριτσάκι
λάλ’(προστ.) βγάλε λαλιά, κάλεσε, αποκάλεσε, προσκάλεσε, οδήγησε
λαλώβγάζω λαλιά, καλώ, αποκαλώ, προσκαλώ, οδηγώ
λεφτοκάρυ͜αλεπτοκάρυα, φουντουκιές, φουντούκια λεπτο- + κάρυον
’μώ(επιφ.) εκδήλωση έκπληξης, θαυμασμού ή δυσφορίας, βρε! σε καλό σου! γαμώ
ορμάν’δάσος orman
παλαλόςτρελός, ανόητος
παραθυρόπαπαραθυράκια
τερώκοιτώ
φίλ’(προστ. φιλώ) φίλα, (πληθ. φίλον) φίλοι
χαϊρασίζ’κονπου δεν έχει χαΐρι, ανεπρόκοπο hayırsız
χτήνοναγελάδα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αούτοςαυτός
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αφκάκάτω
βούρανχούφτα vola=η παλάμη του χεριού ή το πέλμα του ποδιού
έν’είναι
εσυντζ̌αίναμεσυνομιλούσαμε συντυχ̌αίνω<συν + τυγχάνω
εφίλ’ναφιλούσα
ισίζ’κονερημικό, απομονωμένο ıssız
κομμενόχρονοναυτό που είθε να του κοπούν τα χρόνια
κορτσόπονκοριτσάκι
λάλ’(προστ.) βγάλε λαλιά, κάλεσε, αποκάλεσε, προσκάλεσε, οδήγησε
λαλώβγάζω λαλιά, καλώ, αποκαλώ, προσκαλώ, οδηγώ
λεφτοκάρυ͜αλεπτοκάρυα, φουντουκιές, φουντούκια λεπτο- + κάρυον
’μώ(επιφ.) εκδήλωση έκπληξης, θαυμασμού ή δυσφορίας, βρε! σε καλό σου! γαμώ
ορμάν’δάσος orman
παλαλόςτρελός, ανόητος
παραθυρόπαπαραθυράκια
τερώκοιτώ
φίλ’(προστ. φιλώ) φίλα, (πληθ. φίλον) φίλοι
χαϊρασίζ’κονπου δεν έχει χαΐρι, ανεπρόκοπο hayırsız
χτήνοναγελάδα
Κορτσόπον
Σημειώσεις
¹ Ακούγεται πιθ. εκ παραδρομής να τραγουδάει «καμενόχρονον»

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr