.
.
Ποντιακό γλέντι

Ν’ αηλί εμέν, μανίτσα μου

Στιχουργοί
Συνθέτες
Ν’ αηλί εμέν, μανίτσα μου
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Ν’ αηλί εμέν, μανίτσα μου,
ν’ αηλί εμέναν, μάνα!
Πόσον καλλίον θ’ έτονε
μικρός να αποθάν’να;

Ν’ αηλί εμέν, μανίτσα μου,
πού έμ’ και πού ευρέθα;
Έλυσα τσ’ εγάπ’ς το σπαρέλ’,
έπεσα κι εκοιμέθα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αποθάν’ναπέθαινα
εγάπ’ςαγάπης
εκοιμέθακοιμήθηκα
έμ’ήμουν
έτονεήταν
ευρέθαβρέθηκα
καλλίον(επίθ.) καλύτερο, (επίρ.) καλύτερα
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
σπαρέλ’μέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
τσ’(ως τση, άρθρο γεν. ενικού) του/της, (ως τσοι, άρθρο αιτ. πληθ.) τις, (ως ερωτημ. τσί;) ποιός;
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αποθάν’ναπέθαινα
εγάπ’ςαγάπης
εκοιμέθακοιμήθηκα
έμ’ήμουν
έτονεήταν
ευρέθαβρέθηκα
καλλίον(επίθ.) καλύτερο, (επίρ.) καλύτερα
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
σπαρέλ’μέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
τσ’(ως τση, άρθρο γεν. ενικού) του/της, (ως τσοι, άρθρο αιτ. πληθ.) τις, (ως ερωτημ. τσί;) ποιός;
Ν’ αηλί εμέν, μανίτσα μου

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr