.
.
Ποντιακά παραδοσιακά τραγούδια

Το φιστανόπο σ’ κόκκινον

Στιχουργοί
Συνθέτες
Το φιστανόπο σ’ κόκκινον
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Το φιστανόπο σ’ κόκκινον,
τα κουμπία γεσ̌ίλια
Αρνί μ’, υείας γράσιμον
αρ’ άμον ατό χ̌ίλια

Το φιστανόπο σ’ έν’ κοντόν,
φαίνεται το καμίσι σ’
Απ’ εσέν κι άλλο έμορφοι
ερρούξαν αποπίσ’ ι-μ’

Το λετσ̌εκόπο σ’ κόκκινον,
η φοτά σ’ γερανέον
Ατό το τσ̌αλιμόπο σου
Τούρκον ευτάει Ρωμαίον
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αποπίσ’από πίσω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
γερανέονκυανό, γαλάζιο
γεσ̌ίλιαπράσινα yeşil
γράσιμονφθορά είδων ενδυμασίας
έμορφοιόμορφοι/ες
έν’είναι
ερρούξανέπεσαν
ευτάεικάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
καμίσιπουκάμισο υπό+καμίσιον<camisia
λετσ̌εκόπο(υποκορ.) γυναικείο μαντίλι που χρησίμευε ως κάλυμμα κεφαλής δεμένο σε σχήμα τριγώνου leçek<laçak
ρωμαίονρωμιό, έλληνα (χριστιανό υπήκοο της οθωμ. αυτοκρατορίας)
τσ̌αλιμόπο(υποκορ.) επιδέξια κίνηση (σε χορό κ.ά.), σκέρτσο, κάμωμα çalım + -όπον
υείας γράσιμον(εκφ) ευχή για καινούρια ενδύματα, καλοφόρετο/α
φιστανόποφουστανάκι fistan<fustān
φοτάμέρος γυναικείας ενδυμασίας που έμπαινε πάνω από το λαχόρι, το ζωνάρι το οποίο έδεναν οι γυναίκες τριγωνικά στη μέση τους πάνω από τη ζιπούνα, γεν. ποδιά futa
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αποπίσ’από πίσω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
γερανέονκυανό, γαλάζιο
γεσ̌ίλιαπράσινα yeşil
γράσιμονφθορά είδων ενδυμασίας
έμορφοιόμορφοι/ες
έν’είναι
ερρούξανέπεσαν
ευτάεικάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
καμίσιπουκάμισο υπό+καμίσιον<camisia
λετσ̌εκόπο(υποκορ.) γυναικείο μαντίλι που χρησίμευε ως κάλυμμα κεφαλής δεμένο σε σχήμα τριγώνου leçek<laçak
ρωμαίονρωμιό, έλληνα (χριστιανό υπήκοο της οθωμ. αυτοκρατορίας)
τσ̌αλιμόπο(υποκορ.) επιδέξια κίνηση (σε χορό κ.ά.), σκέρτσο, κάμωμα çalım + -όπον
υείας γράσιμον(εκφ) ευχή για καινούρια ενδύματα, καλοφόρετο/α
φιστανόποφουστανάκι fistan<fustān
φοτάμέρος γυναικείας ενδυμασίας που έμπαινε πάνω από το λαχόρι, το ζωνάρι το οποίο έδεναν οι γυναίκες τριγωνικά στη μέση τους πάνω από τη ζιπούνα, γεν. ποδιά futa
Το φιστανόπο σ’ κόκκινον

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr