.
.
Ποντιακά τραγούδια με την Λιζέττα Νικολάου

Αητέντς επαραπέτανεν

Στιχουργοί
Συνθέτες
Αητέντς επαραπέτανεν
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Αητέντς επαραπέτανεν
ψηλά σα επουράνια
[Ούι! αμάν, αμάν (x2)]
Είχ̌εν τ’ αντζία τ’ κόκκινα
και το τσ̌αρκούλ’ν ατ’ μαύρον
[Ούι! αμάν, αμάν (x2)]

Εκράν’νεν και σα κάντζ̌ας ατ’
παλληκαρί’ βραχ̌ιόναν
[Ούι! αμάν, αμάν (x2)]
Αητέ μ’, για δος μ’ ας σο κρατείς,
για πέει με όθεν κείται
[Ούι! αμάν, αμάν (x2)]

Ας σο κρατώ ’κι δίγω σε,
αρ’ όθεν κείται λέγω
[Ούι! αμάν, αμάν (x2)]
Ακεί σο πέραν το ραχ̌ίν,
σ’ αλάτι͜α επεκεί μέρος
[Ούι! αμάν, αμάν (x2)]

Μαύρα πουλία τρώγ’ν ατον
και άσπρα τριγυλίσκουν
[Ούι! αμάν, αμάν (x2)]
Φατέστε, πουλία μ’, φατέστε,
φατέστε τον καρίπην
[Ούι! αμάν, αμάν (x2)]

Ση θάλασσαν κολυμπετής,
σ’ ορμάνια πεχλιβάνος
[Ούι! αμάν, αμάν (x2)]
Σον πόλεμον Τραντέλλενας,
Ρωμαίικον παλληκάρι!
[Ούι! αμάν, αμάν (x2)]
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αητέντςαητός
ακείεκεί
αλάτι͜αέλατα
αντζίαπόδια, μηροί
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
δίγωδίνω
δοςδώσε
εκράν’νενκρατούσε
επαραπέτανενπαραπετούσε, πετούσε πολλή ώρα ή πολύ ψηλά
επεκείαπό εκεί, από τότε, ύστερα, κατόπιν
κάντζ̌αςγάντζοι, άγκιστρα, τα γαμψά νύχια όρνιου kanca<ganzo (βενετ.)<γαμψός ή ganskyos=κλαδί (πρωτοκελτικά)
καρίπηνξένο, μοναχικό, φτωχό, ανήμπορο garip/ġarīb
κείταικείτεται, ξαπλώνει
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κολυμπετήςκολυμβητής
κρατείςκρατάς
όθενόπου, οπουδήποτε, σε όποιον
ορμάνιαδάση orman
παλληκαρί’παλληκαριού παλληκάριον<πάλληξ, πάλλαξ
πέει(προστ.) πες
πεχλιβάνοςκυρ. παλαιστής, μτφ. παλληκάρι, ανδρειωμένος pehlivan/pehlevān
ραχ̌ίνβουνό, ράχη
ρωμαίικοναυτό που είναι των Ρωμιών, ελληνικό
Τραντέλλεναςο τριάντα φορές Έλληνας
τριγυλίσκουντριγυρίζουν, περιτριγυρίζουν
τσ̌αρκούλ’νγυναικεία καλύπτρα, λειρί πτηνού
φατέστε(προστ.) φάτε
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αητέντςαητός
ακείεκεί
αλάτι͜αέλατα
αντζίαπόδια, μηροί
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
δίγωδίνω
δοςδώσε
εκράν’νενκρατούσε
επαραπέτανενπαραπετούσε, πετούσε πολλή ώρα ή πολύ ψηλά
επεκείαπό εκεί, από τότε, ύστερα, κατόπιν
κάντζ̌αςγάντζοι, άγκιστρα, τα γαμψά νύχια όρνιου kanca<ganzo (βενετ.)<γαμψός ή ganskyos=κλαδί (πρωτοκελτικά)
καρίπηνξένο, μοναχικό, φτωχό, ανήμπορο garip/ġarīb
κείταικείτεται, ξαπλώνει
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κολυμπετήςκολυμβητής
κρατείςκρατάς
όθενόπου, οπουδήποτε, σε όποιον
ορμάνιαδάση orman
παλληκαρί’παλληκαριού παλληκάριον<πάλληξ, πάλλαξ
πέει(προστ.) πες
πεχλιβάνοςκυρ. παλαιστής, μτφ. παλληκάρι, ανδρειωμένος pehlivan/pehlevān
ραχ̌ίνβουνό, ράχη
ρωμαίικοναυτό που είναι των Ρωμιών, ελληνικό
Τραντέλλεναςο τριάντα φορές Έλληνας
τριγυλίσκουντριγυρίζουν, περιτριγυρίζουν
τσ̌αρκούλ’νγυναικεία καλύπτρα, λειρί πτηνού
φατέστε(προστ.) φάτε
Αητέντς επαραπέτανεν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr