.
.
Καρς

Καρς

Στιχουργοί
Συνθέτες
Καρς
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Τσ̌όλ’ κι έρημον Γαραπουρούν¹,
αστόχ̌’ και βερι͜ανι͜άν -ι
Θ’ απιδι͜αβαίνω θάλασσας,
πάω σο Βερισ̌άν -ι²

Σο Γαρς³ και σο Σαρίγαμις̌⁴
τ’ ολόερα τικιάνια
κι εγώ αραεύω από Θεού
να ευρήκω τερμάνια

Όλι͜α τα τι͜άρτι͜α τι͜άρτι͜α είν’,
τ’ εμά καν’νός ’κ’ εμοιάζ’νε
Τ’ εμά͜ ατα μόνον τα τι͜άρτι͜α
τα λιθάρι͜α μοιρά̤ζ’νε

Κομπούται εκείνος π’ εθα̤ρρεί
ατά είν’ τραγωδίας
Ατά είν’ ψ̌ης παράπονα,
είναι μοιρολοΐας
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
απιδι͜αβαίνωφεύγω, αφήνω πίσω, προσπερνώ, ξεπερνώ από + διαβαίνω
αραεύωψάχνω, αναζητώ, γυρεύω aramak
αστόχ̌’αδέσποτο, αυτό που δεν έχει κάτοχο ἄστοχος
ατάαυτά
ατααυτά
βερι͜ανι͜άνερειπωμένο, ρημαγμένο virane/vīrāne
είν’(για πληθ.) είναι
εμάδικά μου
εμοιάζ’νεμοιάζουν
ευρήκωβρίσκω
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καν’νόςκανενός
κομπούταιξεγελιέται, εξαπατάται, μτφ. σαγηνεύεται κομβόω
λιθάρι͜αλιθάρια, πέτρες
μοιρά̤ζ’νεμοιράζουν, κόβουν σε μερίδια/κομμάτια
μοιρολοΐαςμοιρολόγια
ολόεραολόγυρα
τερμάνιαθεραπείες, γιατρικά, μτφ. δυνάμεις, ψυχική αντοχή, ενέργεια, μτφ. παρηγοριά derman/darmān
τι͜άρτι͜ακαημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
τικιάνιαμαγαζιά, υπαίθριοι πάγκοι dükkan/dukkān
τραγωδίαςτραγούδια
τσ̌όλ’έρημο, ερημικό çöl
ψ̌ηςψυχής
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
απιδι͜αβαίνωφεύγω, αφήνω πίσω, προσπερνώ, ξεπερνώ από + διαβαίνω
αραεύωψάχνω, αναζητώ, γυρεύω aramak
αστόχ̌’αδέσποτο, αυτό που δεν έχει κάτοχο ἄστοχος
ατάαυτά
ατααυτά
βερι͜ανι͜άνερειπωμένο, ρημαγμένο virane/vīrāne
είν’(για πληθ.) είναι
εμάδικά μου
εμοιάζ’νεμοιάζουν
ευρήκωβρίσκω
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καν’νόςκανενός
κομπούταιξεγελιέται, εξαπατάται, μτφ. σαγηνεύεται κομβόω
λιθάρι͜αλιθάρια, πέτρες
μοιρά̤ζ’νεμοιράζουν, κόβουν σε μερίδια/κομμάτια
μοιρολοΐαςμοιρολόγια
ολόεραολόγυρα
τερμάνιαθεραπείες, γιατρικά, μτφ. δυνάμεις, ψυχική αντοχή, ενέργεια, μτφ. παρηγοριά derman/darmān
τι͜άρτι͜ακαημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
τικιάνιαμαγαζιά, υπαίθριοι πάγκοι dükkan/dukkān
τραγωδίαςτραγούδια
τσ̌όλ’έρημο, ερημικό çöl
ψ̌ηςψυχής
Καρς
Σημειώσεις
¹ Το Μικρό Έμβολο (ή Καραμπουρνάκι ή Μικρό Καραμπουρνού), ακρωτήριο στα όρια του Δήμου Καλαμαριάς. Το όνομα Καραμπουρνάκι προήλθε από το τουρκικό «kara burun», που σημαίνει «μαύρη μύτη».
² (σημ. Gürbüzler) Χωριό της επαρχίας Σελίμ του νομού Καρς. Το παλιό όνομα του χωριού, σύμφωνα με αρχεία του 1920, ήταν Βερισάν που στα Αρμενικά η λέξη «verişén» σημαίνει «πάνω χωριό».
³ Πόλη της Τουρκίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας. Στο κείμενο του Στράβωνα η πόλη αναφέρεται ως η πόλη με το όνομα Χορζηνή της Αρχαίας Αρμενίας. Για την ετυμολογία του ονόματος μερικές προτείνουν ότι το όνομα προέρχεται από την Γεωργιανή λέξη ყარსი («κάρι») που σημαίνει «η πύλη» ενώ άλλες πηγές υποστηρίζουν ότι προέρχεται από την Αρμένικη λέξη "հարս" («χαρς») που σημαίνει «νύφη».
⁴ Επαρχία του νομού Καρς στην περιφέρεια της Ανατολικής Ανατολίας. Υπάρχουν διάφορες εκδοχές για την προέλευση του ονόματος Σαρίκαμις. Από τις πιο διαδεδομένες είναι οι εξής τρεις: Το όνομα της περιοχής προήλθε από το γεγονός ότι ένας από τους Τούρκους Μπέηδες απέκτησε αυτά τα εδάφη με αντάλλαγμα ένα τουρμπάνι (sarık) και λίγα τρόφιμα. Σύμφωνα με τη δεύτερη εκδοχή, προήλθε από τα κίτρινα (sarı) καλάμια (kamış) που φύτρωναν στη λίμνη Μπεμπέκ (μια αποξηραμένη λίμνη) στην περιοχή. Σύμφωνα με την τρίτη εκδοχή, προέρχεται από την εγκατάσταση μιας τουρκικής φυλής από την περιοχή της κοιλάδας του Σαρίκαμις (Sarıkamış) που βρίσκεται μεταξύ της Κασπίας Θάλασσας και της λίμνης Αράλης.

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr