
| Στιχουργοί | |
| Συνθέτες |
Τσ̌όλ’ κι έρημον Γαραπουρούν¹, αστόχ̌’ και βερι͜ανι͜άν -ι Θ’ απιδι͜αβαίνω θάλασσας, πάω σο Βερισ̌άν -ι² Σο Γαρς³ και σο Σαρίγαμις̌⁴ τ’ ολόερα τικιάνια κι εγώ αραεύω από Θεού να ευρήκω τερμάνια Όλι͜α τα τι͜άρτι͜α τι͜άρτι͜α είν’, τ’ εμά καν’νός ’κ’ εμοιάζ’νε Τ’ εμά͜ ατα μόνον τα τι͜άρτι͜α τα λιθάρι͜α μοιρά̤ζ’νε Κομπούται εκείνος π’ εθα̤ρρεί ατά είν’ τραγωδίας Ατά είν’ ψ̌ης παράπονα, είναι μοιρολοΐας
| Κείμενο | Επεξήγηση | Ετυμ. Ρίζα | Προέλευση |
|---|---|---|---|
| απιδι͜αβαίνω | φεύγω, αφήνω πίσω, προσπερνώ, ξεπερνώ | από + διαβαίνω | |
| αραεύω | ψάχνω, αναζητώ, γυρεύω | aramak | |
| αστόχ̌’ | αδέσποτο, αυτό που δεν έχει κάτοχο | ἄστοχος | |
| ατά | αυτά | ||
| ατα | αυτά | ||
| βερι͜ανι͜άν | ερειπωμένο, ρημαγμένο | virane/vīrāne | |
| είν’ | (για πληθ.) είναι | ||
| εμά | δικά μου | ||
| εμοιάζ’νε | μοιάζουν | ||
| ευρήκω | βρίσκω | ||
| ’κ’ | δεν | οὐκί<οὐχί | |
| καν’νός | κανενός | ||
| κομπούται | ξεγελιέται, εξαπατάται, μτφ. σαγηνεύεται | κομβόω | |
| λιθάρι͜α | λιθάρια, πέτρες | ||
| μοιρά̤ζ’νε | μοιράζουν, κόβουν σε μερίδια/κομμάτια | ||
| μοιρολοΐας | μοιρολόγια | ||
| ολόερα | ολόγυρα | ||
| τερμάνια | θεραπείες, γιατρικά, μτφ. δυνάμεις, ψυχική αντοχή, ενέργεια, μτφ. παρηγοριά | derman/darmān | |
| τι͜άρτι͜α | καημοί, βάσανα, στενοχώριες | dert | |
| τικιάνια | μαγαζιά, υπαίθριοι πάγκοι | dükkan/dukkān | |
| τραγωδίας | τραγούδια | ||
| τσ̌όλ’ | έρημο, ερημικό | çöl | |
| ψ̌ης | ψυχής |
| Κείμενο | Επεξήγηση | Ετυμ. Ρίζα | Προέλ. |
|---|---|---|---|
| απιδι͜αβαίνω | φεύγω, αφήνω πίσω, προσπερνώ, ξεπερνώ | από + διαβαίνω | |
| αραεύω | ψάχνω, αναζητώ, γυρεύω | aramak | |
| αστόχ̌’ | αδέσποτο, αυτό που δεν έχει κάτοχο | ἄστοχος | |
| ατά | αυτά | ||
| ατα | αυτά | ||
| βερι͜ανι͜άν | ερειπωμένο, ρημαγμένο | virane/vīrāne | |
| είν’ | (για πληθ.) είναι | ||
| εμά | δικά μου | ||
| εμοιάζ’νε | μοιάζουν | ||
| ευρήκω | βρίσκω | ||
| ’κ’ | δεν | οὐκί<οὐχί | |
| καν’νός | κανενός | ||
| κομπούται | ξεγελιέται, εξαπατάται, μτφ. σαγηνεύεται | κομβόω | |
| λιθάρι͜α | λιθάρια, πέτρες | ||
| μοιρά̤ζ’νε | μοιράζουν, κόβουν σε μερίδια/κομμάτια | ||
| μοιρολοΐας | μοιρολόγια | ||
| ολόερα | ολόγυρα | ||
| τερμάνια | θεραπείες, γιατρικά, μτφ. δυνάμεις, ψυχική αντοχή, ενέργεια, μτφ. παρηγοριά | derman/darmān | |
| τι͜άρτι͜α | καημοί, βάσανα, στενοχώριες | dert | |
| τικιάνια | μαγαζιά, υπαίθριοι πάγκοι | dükkan/dukkān | |
| τραγωδίας | τραγούδια | ||
| τσ̌όλ’ | έρημο, ερημικό | çöl | |
| ψ̌ης | ψυχής |

¹ Το Μικρό Έμβολο (ή Καραμπουρνάκι ή Μικρό Καραμπουρνού), ακρωτήριο στα όρια του Δήμου Καλαμαριάς. Το όνομα Καραμπουρνάκι προήλθε από το τουρκικό «kara burun», που σημαίνει «μαύρη μύτη». ² (σημ. Gürbüzler) Χωριό της επαρχίας Σελίμ του νομού Καρς. Το παλιό όνομα του χωριού, σύμφωνα με αρχεία του 1920, ήταν Βερισάν που στα Αρμενικά η λέξη «verişén» σημαίνει «πάνω χωριό». ³ Πόλη της Τουρκίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας. Στο κείμενο του Στράβωνα η πόλη αναφέρεται ως η πόλη με το όνομα Χορζηνή της Αρχαίας Αρμενίας. Για την ετυμολογία του ονόματος μερικές προτείνουν ότι το όνομα προέρχεται από την Γεωργιανή λέξη ყარსი («κάρι») που σημαίνει «η πύλη» ενώ άλλες πηγές υποστηρίζουν ότι προέρχεται από την Αρμένικη λέξη "հարս" («χαρς») που σημαίνει «νύφη». ⁴ Επαρχία του νομού Καρς στην περιφέρεια της Ανατολικής Ανατολίας. Υπάρχουν διάφορες εκδοχές για την προέλευση του ονόματος Σαρίκαμις. Από τις πιο διαδεδομένες είναι οι εξής τρεις: Το όνομα της περιοχής προήλθε από το γεγονός ότι ένας από τους Τούρκους Μπέηδες απέκτησε αυτά τα εδάφη με αντάλλαγμα ένα τουρμπάνι (sarık) και λίγα τρόφιμα. Σύμφωνα με τη δεύτερη εκδοχή, προήλθε από τα κίτρινα (sarı) καλάμια (kamış) που φύτρωναν στη λίμνη Μπεμπέκ (μια αποξηραμένη λίμνη) στην περιοχή. Σύμφωνα με την τρίτη εκδοχή, προέρχεται από την εγκατάσταση μιας τουρκικής φυλής από την περιοχή της κοιλάδας του Σαρίκαμις (Sarıkamış) που βρίσκεται μεταξύ της Κασπίας Θάλασσας και της λίμνης Αράλης.
