.
.
Δόξα τω Θεώ

Εσύ ομοι͜άεις τον ήλιον

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Εσύ ομοι͜άεις τον ήλιον
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Εσύ ομοι͜άεις τον ήλιον,
τ’ ομμάτι͜α σ’ τον Αυγίτεν
[κανάρι μ’, γιαρ, αμάν!]
Η κόλφα̤ σ’ έν’ παράδεισος,
νασάν π’ εμπαίν’ και κείται
[κανάρι μ’, γιαρ, αμάν!]

Εγώ τερώ σον πρόσωπο σ’
κι εσύ τερείς τσ̌απράζι͜α
[κανάρι μ’, γιαρ, αμάν!]
Εγώ σκοτούμαι για τ’ εσέν
κι εσύ ευτάς με νάζι͜α
[κανάρι μ’, γιαρ, αμάν!]

Αγάπα εσέν που αγαπά,
χάτεψον που ’κι θέλ’ -τ- σε
[κανάρι μ’, γιαρ, αμάν!]
Τέρεν εκείν’ το παλληκάρ’
εσέναν π’ αραεύ’ σε
[κανάρι μ’, γιαρ, αμάν!]

Σο όνομα σ’ νερόν πίνω
και σην υεία σ’ ρακόπον
[κανάρι μ’, γιαρ, αμάν!]
Ανάσπαλον τα πείσματα σ’
και ρούξον σ’ εγκαλιόπο μ’
[κανάρι μ’, γιαρ, αμάν!]
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
ανάσπαλον(προστ.) ξέχασε
αραεύ’ψάχνω/ει, αναζητώ/άει, γυρεύω/ει aramak
γιαραγαπητός/ή/ό, αγάπη yâr
εγκαλιόποαγκαλίτσα
εκείν’εκείνοι/α
εμπαίν’μπαίνει
έν’είναι
ευτάςκάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
κείταικείτεται, ξαπλώνει
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κόλφα̤η αγκαλιά, ο κόλπος, το μέρος του σώματος ανάμεσα στους βραχίονες και το στήθος, το στήθος της γυναίκας
νασάνχαρά σε
ομμάτι͜αμάτια
ομοι͜άειςομοιάζεις, μοιάζεις
ρακόπον(υποκορ.) αλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση φρούτων ή στεμφύλων φρούτων rakı/ˁaraḳī + -όπον
ρούξον(προστ.) πέσε
σκοτούμαισκοτώνομαι
τερείςκοιτάς
τέρεν(προστ.) κοίταξε
τερώκοιτώ
τσ̌απράζι͜ασταυρωτά, χιαστί, μτφ. (για μάτια) αλλήθωρα, (ενδυμ.) σταυρωτά αλυσιδωτά επιστήθια κοσμήματα çapraz<çep+rāst
υείαυγεία
χάτεψον(προστ.) διώξε atmak
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
ανάσπαλον(προστ.) ξέχασε
αραεύ’ψάχνω/ει, αναζητώ/άει, γυρεύω/ει aramak
γιαραγαπητός/ή/ό, αγάπη yâr
εγκαλιόποαγκαλίτσα
εκείν’εκείνοι/α
εμπαίν’μπαίνει
έν’είναι
ευτάςκάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
κείταικείτεται, ξαπλώνει
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κόλφα̤η αγκαλιά, ο κόλπος, το μέρος του σώματος ανάμεσα στους βραχίονες και το στήθος, το στήθος της γυναίκας
νασάνχαρά σε
ομμάτι͜αμάτια
ομοι͜άειςομοιάζεις, μοιάζεις
ρακόπον(υποκορ.) αλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση φρούτων ή στεμφύλων φρούτων rakı/ˁaraḳī + -όπον
ρούξον(προστ.) πέσε
σκοτούμαισκοτώνομαι
τερείςκοιτάς
τέρεν(προστ.) κοίταξε
τερώκοιτώ
τσ̌απράζι͜ασταυρωτά, χιαστί, μτφ. (για μάτια) αλλήθωρα, (ενδυμ.) σταυρωτά αλυσιδωτά επιστήθια κοσμήματα çapraz<çep+rāst
υείαυγεία
χάτεψον(προστ.) διώξε atmak
Εσύ ομοι͜άεις τον ήλιον

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost