.
.
Μωσαϊκόν | Γαράσαρη

Ομάλιν

Στιχουργοί
Συνθέτες
Ομάλιν
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Τ’ αρνί μ’ ας σην Πράσαρη
κι εγώ ας ση Γαράσαρη
Έλα, σεβντά μ’, χαμελά,
το καρδόπο μ’ ας γελά

Ακεί πέραν χάνιν έν’,
αν λαλείς με, λάλει με
Χάιτε, ας πάμ’ σ’ εμέτερα,
ους τ’ εκεί -ν- ομάλ’ είναι

Τ’ εμέρα τα ορνιθοί
«κάκουρ, κάκουρ» αϊβάζουν
Τίγα θωρώ την τυργόνα μ’
τα ποράδι͜α μ’ τορμάζουν

♫

Ασ’ όλια τα πετούμενα
ο ψύλλον έχ̌’ τη χάρην
Πατεί φιλεί την έμορφον
απάν’ σο μαξιλάριν

Έλα, ποδεδίζω σε,
έμορφος μελαχρινή
Γέροντας με τα γυαλία
ελέπ’ σε κι ομμάτ’ ανοί͜ει

♫

Όλα τα κορτσόπα
εμπάτε ση σειράν -ι
Χορέψτε, χορέψτεν
αούτο το ομάλιν

Χορέψτε, χορέψτε
έμορφα, τανελία
Γουρπάν’ να ’ίνουμαι
σ’ εσά τ’ άσπρα τα ψ̌ήα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αϊβάζουνκάνουν αβγά
ακείεκεί
ανοί͜ειανοίγει
αούτοαυτό/ή
απάν’πάνω
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
ασ’από
γουρπάν’θυσία kurban/ḳurbān
ελέπ’βλέπει/βλέπω
εμέρα(ιδιωμ. Νικόπολης) δικά μας
εμέτεραδικά μας ἡμέτερος
έμορφαόμορφα
έμορφονόμορφο
έμορφοςόμορφος/η
εμπάτε(προστ.) μπείτε
έν’είναι
εσάδικά σου/σας
έχ̌’έχει
θωρώκοιτάζω
’ίνουμαιγίνομαι
καρδόποκαρδούλα
κορτσόπακοριτσάκια
λάλει(προστ.) βγάλε λαλιά, κάλεσε, αποκάλεσε, προσκάλεσε, οδήγησε
λαλείςβγάζεις λαλιά, καλείς, αποκαλείς, προσκαλείς, οδηγείς
όλιαόλα
ομάλ’ομαλό, ευθεία, πεδιάδα, ονομασία ποντιακού χορού
ομάλινομαλός, ίσιος δρόμος
ομμάτ’μάτι
ουςως, μέχρι
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
σεβντάαγάπη, έρωτας sevda/sevdā
τανελίασπυρί-σπυρί, κατά κόκκους, με χωριστό ή καθαρά διακριτό τρόπο taneli<tane/dāne
τίγαόταν, καθώς
τορμάζουντρέμουν
τυργόνατο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
χάιτεάντε haydi<hay de (οθωμ.)
χαμελάχαμηλά
χάνινχάνι, πανδοχείο han/ḫān
χορέψτεν(προστ.) χορέψτε
ψ̌ήαψυχές, η περιοχή του στέρνου, τα εσώψυχα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αϊβάζουνκάνουν αβγά
ακείεκεί
ανοί͜ειανοίγει
αούτοαυτό/ή
απάν’πάνω
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
ασ’από
γουρπάν’θυσία kurban/ḳurbān
ελέπ’βλέπει/βλέπω
εμέρα(ιδιωμ. Νικόπολης) δικά μας
εμέτεραδικά μας ἡμέτερος
έμορφαόμορφα
έμορφονόμορφο
έμορφοςόμορφος/η
εμπάτε(προστ.) μπείτε
έν’είναι
εσάδικά σου/σας
έχ̌’έχει
θωρώκοιτάζω
’ίνουμαιγίνομαι
καρδόποκαρδούλα
κορτσόπακοριτσάκια
λάλει(προστ.) βγάλε λαλιά, κάλεσε, αποκάλεσε, προσκάλεσε, οδήγησε
λαλείςβγάζεις λαλιά, καλείς, αποκαλείς, προσκαλείς, οδηγείς
όλιαόλα
ομάλ’ομαλό, ευθεία, πεδιάδα, ονομασία ποντιακού χορού
ομάλινομαλός, ίσιος δρόμος
ομμάτ’μάτι
ουςως, μέχρι
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
σεβντάαγάπη, έρωτας sevda/sevdā
τανελίασπυρί-σπυρί, κατά κόκκους, με χωριστό ή καθαρά διακριτό τρόπο taneli<tane/dāne
τίγαόταν, καθώς
τορμάζουντρέμουν
τυργόνατο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
χάιτεάντε haydi<hay de (οθωμ.)
χαμελάχαμηλά
χάνινχάνι, πανδοχείο han/ḫān
χορέψτεν(προστ.) χορέψτε
ψ̌ήαψυχές, η περιοχή του στέρνου, τα εσώψυχα
Ομάλιν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr