.
.
Ρίζα και παράδοση | Πόντος

Όταν έρχουμαι σην αύλι͜α σ’

Στιχουργοί
Συνθέτες
Όταν έρχουμαι σην αύλι͜α σ’
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Όταν έρχουμαι σην αυλι͜ά σ’
έλα σο παραθύρι σ’
Για τ’ εμέν ’κι ταβίζ’νε σε
η μάνα σ’ και -ν- ο κύρη σ’

Η ώρα τρία τη νυχτός
ας σ’ οσπίτι σ’ δι͜αβαίνω
Άνοιξον το πορτόπο σου
οξ̌ωκά μ’ απομένω

Έλα να ποδεδίζω σε,
έλα, ποδεδιγμένον
Ας σον κύρη σ’ κι ας ση μάνα σ’
είσαι δι͜αρμενεμένον

Χ̌ίλι͜α σπαθία, μαχ̌αίρι͜α
ση γην να είν’ στρωμένα
Πατώ και τσ̌ουγναεύ’ ατα
κι έρχουμαι μετ’ εσέναν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άνοιξον(προστ.) άνοιξε
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ας σοναπ’ τον ασό σον (από τον)
ατααυτά
αυλι͜άαυλή
δι͜αβαίνω(για τόπο) περνώ, διασχίζω, (για χρόνο) περνώ διαβαίνω
δι͜αρμενεμένονσυμβουλευμένο, νουθετημένο
είν’(για πληθ.) είναι
έρχουμαιέρχομαι
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
να ποδεδίζωνα χαρώ κπ
οξ̌ωκάέξω
οσπίτισπίτι hospitium<hospes
ποδεδιγμένονχαϊδεμένο από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
πορτόποπορτούλα, πορτάκι porta
σπαθίασπαθιά
ταβίζ’νεμαλώνουν, φιλονικούν, επιπλήττουν dava/daʿvā
τσ̌ουγναεύ’καταπατώ/ει, τσαλαπατώ/ει, συνθλίβω/ει κάτι πατώντας το çiğnemek
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άνοιξον(προστ.) άνοιξε
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ας σοναπ’ τον ασό σον (από τον)
ατααυτά
αυλι͜άαυλή
δι͜αβαίνω(για τόπο) περνώ, διασχίζω, (για χρόνο) περνώ διαβαίνω
δι͜αρμενεμένονσυμβουλευμένο, νουθετημένο
είν’(για πληθ.) είναι
έρχουμαιέρχομαι
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
να ποδεδίζωνα χαρώ κπ
οξ̌ωκάέξω
οσπίτισπίτι hospitium<hospes
ποδεδιγμένονχαϊδεμένο από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
πορτόποπορτούλα, πορτάκι porta
σπαθίασπαθιά
ταβίζ’νεμαλώνουν, φιλονικούν, επιπλήττουν dava/daʿvā
τσ̌ουγναεύ’καταπατώ/ει, τσαλαπατώ/ει, συνθλίβω/ει κάτι πατώντας το çiğnemek
Όταν έρχουμαι σην αύλι͜α σ’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr