Ποντιακός Στίχος

Προβολή Τραγουδιού

Κατεβάστε τους στίχους σε PDF

Πάει ομάλα̤, πάει και τίκια

Τραπεζούντα, ρίζα μ’Τραπεζούντα, ρίζα μ’

Στιχουργοί: Παραδοσιακό

Συνθέτες: Παραδοσιακό

Καλλιτέχνες: Χρήστος Παπαδόπουλος, Χρήστος Χρυσανθόπουλος


Απάν’ σα παρχαρόχορτα
χτισμένα καλυβόπα
Αδά κι εκεί πα βόσκουνταν
μουσκάρι͜α και χτηνόπα

Άμε, μάνα, άμε, μάνα
Άμε κι αλήγορα δέβα
Τη θάλασσαν στράταν ποίσον
τη νύφεν έπαρ’ κι έλα

Τα καλύβα̤ λιθόχτιστα
χαρτώματα το στέβος
και παρχαρέτ’σσα έντονε
το γιαβρόπο μ’ οφέτος

Πάει ομάλα̤, πάει ομάλα̤
τ’ ορταρόπα τ’ς αρνομάλλι͜α
Πάει ομάλα̤, πάει και τίκια
τ’ ορταρόπα τ’ς είν’ τιφτίκια

Τα χτήνα̤ εξέβαν σον παρχάρ’
θ’ αλμέ͜ει η παρχαρέτ’σσα
Γουρπάν’ ατ’ς, ποδεδίζ’ ατεν
ατέ έτον Σαντέτ’σσα

Πάει ομάλα̤, πάει ομάλα̤
τ’ ορταρόπα τ’ς αρνομάλλι͜α
Πάει ομάλα̤, πάει και τίκια
τ’ ορταρόπα τ’ς είν’ τιφτίκια
Γλωσσάρι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αδάεδώ
αλήγοραγρήγορα
αλμέ͜ειαρμέγει
άμε(προστ.) σύρε, πήγαινε
απάν’πάνω
αρνομάλλι͜αμαλλί αρνιού
ατέαυτή
ατεναυτήν
ατ’ςαυτής, της
βόσκουντανβοσκούν
γιαβρόπομωράκι, μικρούλι, παιδάκι yavru + -όπον
γουρπάν’θυσία kurban/ḳurbān
δέβα(προστ.) πήγαινε
είν’(για πληθ.) είναι
έντονεέγινε
εξέβανβγήκαν
έπαρ’(προστ.) πάρε
έτονήταν
καλυβόπα(υποκορ.) καλύβες
μουσκάρι͜αμοσχάρια
νύφεννύφη
ομάλα̤(επιρρ.) ομαλά, ευθεία, πεδιάδες, ίσια
ορταρόπα(υποκορ.) μάλλινες κάλτσες ἀορτήρ
οφέτοςφέτος
παπάλι, επίσης, ακόμα
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
παρχαρέτ’σσαη γυναίκα που είναι επιφορτισμένη με τις δουλειές του παρχαριού (ορεινού τόπου θερινής βοσκής)
παρχαρόχορταχόρτα του παρχαριού
ποδεδίζ’(ενεργ. και μέση) χαίρομαι/εσαι, απολαμβάνω/ει, προσκυνώ/άει από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
στέβοςστέγη, σκεπή
τίκιαστητά dik
τιφτίκιαμοχέρ, ύφασμα από μαλλί αίγας tiftik/teftīk
χαρτώματαλεπτά φύλλα σανιδιών ειδικά για την στέγη
χτήνα̤αγελάδες
χτηνόπααγελαδίτσες

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Τραγούδια: 10001 | Albums/Singles: 1858 | Συντελεστές: 2086 | Λήμματα: 16672
Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr