.
.
Ο πρόσωπο σ’, αρνί μ’, φωτάζ’

Ο πρόσωπο σ’, αρνί μ’, φωτάζ’

Ο πρόσωπο σ’, αρνί μ’, φωτάζ’
fullscreen
Ο πρόσωπο σ’, αρνί μ’, φωτάζ’,
τα κόρφα̤ σ’ σκουντουλίζ’νε
Σα πλουμιστά τ’ ομματόπα σ’
δά̤κρα̤ έρ’ταν κι υλίζ’νε

Εσύ είσαι το λαλαχ̌άρ’,
τη κυρού σ’ το τεκόπον
Ν’ επόρ’να και εποίν’να σε
εγώ τ’ εμόν τ’ εσ̌όπον

Έβγα οξ̌ωκά ας ελέπω σε,
αρ’ έμπα απέσ’ και κλείδα
Κι αν ερωτά σε η μάνα σ’
πέ’ ατεν «καν’νάν ’κ’ είδα»
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
απέσ’μέσα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατεναυτήν
δά̤κρα̤δάκρυα
έβγα(προστ.) βγες
ελέπωβλέπω
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έμπα(προστ.) μπες
εποίν’ναέκανα, έφτιαχνα ποιέω-ῶ
επόρ’ναμπορούσα
έρ’τανέρχονται
ερωτάρωτάει
εσ̌όπον(υποκορ.) ταίρι, έτερο ήμισυ, σύντροφος eş + -όπον
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καν’νάνκανέναν
κλείδα(προστ.) κλείδωσε κτ με κλειδαριά, κλείσε
κόρφα̤η αγκαλιά, ο κόλπος, το μέρος του σώματος ανάμεσα στους βραχίονες και το στήθος, το στήθος της γυναίκας
κυρούπατέρα
λαλαχ̌άρ’χαϊδεμένο, παραχαϊδεμένο
ομματόπαματάκια
οξ̌ωκάέξω
πέ’(προστ.) πες
πλουμιστάστολισμένα, διακοσμημένα με ζωγραφιές ή κεντήματα, πολύχρωμα pluma
σκουντουλίζ’νεευωδιάζουν, μοσχοβολούν
τεκόπον(υποκορ.) μόνο, ένα, μοναδικό tek
υλίζ’νεστραγγίζουν, διυλίζουν, καταστάζουν ὑλίζω
φωτάζ’φωτίζει, λάμπει
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
απέσ’μέσα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατεναυτήν
δά̤κρα̤δάκρυα
έβγα(προστ.) βγες
ελέπωβλέπω
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έμπα(προστ.) μπες
εποίν’ναέκανα, έφτιαχνα ποιέω-ῶ
επόρ’ναμπορούσα
έρ’τανέρχονται
ερωτάρωτάει
εσ̌όπον(υποκορ.) ταίρι, έτερο ήμισυ, σύντροφος eş + -όπον
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καν’νάνκανέναν
κλείδα(προστ.) κλείδωσε κτ με κλειδαριά, κλείσε
κόρφα̤η αγκαλιά, ο κόλπος, το μέρος του σώματος ανάμεσα στους βραχίονες και το στήθος, το στήθος της γυναίκας
κυρούπατέρα
λαλαχ̌άρ’χαϊδεμένο, παραχαϊδεμένο
ομματόπαματάκια
οξ̌ωκάέξω
πέ’(προστ.) πες
πλουμιστάστολισμένα, διακοσμημένα με ζωγραφιές ή κεντήματα, πολύχρωμα pluma
σκουντουλίζ’νεευωδιάζουν, μοσχοβολούν
τεκόπον(υποκορ.) μόνο, ένα, μοναδικό tek
υλίζ’νεστραγγίζουν, διυλίζουν, καταστάζουν ὑλίζω
φωτάζ’φωτίζει, λάμπει
Ο πρόσωπο σ’, αρνί μ’, φωτάζ’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost