.
.
Τη ψ̌ης το καρακίδ’

Ν’ αηλί εμέν, νε! μάνα μου

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Ν’ αηλί εμέν, νε! μάνα μου
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Ν’ αηλί εμέν, νε μάνα μου,
άλλο ’κ’ είδα αΐκον
Το κρεβατόπο μ’ εύκαιρον,
το μαξιλάρ’ καρίπ’κον

Έκαψες το καρδόπο μου,
Θεόν που ’κι φοάσαι
Αν πας και σον πνευματικόν
πώς θα ’ξομολογά σε -ν;

Να έμ’νε έναν πετούμενον,
τ’ ουρανού έναν πουλόπον
Να έρχουμ’νε κι εκόνευα
σ’ εγάπης τ’ εγκαλιόπον

Έλα, πουλί μ’, σ’ εμέτερα,
αλήγορα κλώστ’ κι άμε
Οι γειτόν’ μ’ εγροικούν ατο
το σεβνταλούκ’ ντ’ ευτάμε

Ψηλό ραχ̌ίν χαμέλυνον
ας χαμελύν’ κι ο ήλιον
Θα έρ’ται και δι͜αβαίν’ τ’ αρνί μ’,
κόκκινον κι άμον μήλον
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αΐκοντέτοιο/α
αλήγοραγρήγορα
άμε(προστ.) σύρε, πήγαινε
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
γειτόν’γείτονες
δι͜αβαίν’(για τόπο) περνάει/ώ, διασχίζει/ω, (για χρόνο) περνάει/ώ διαβαίνω
εγάπηςαγάπης
εγκαλιόποναγκαλιά, αγκαλίτσα
εγροικούνκαταλαβαίνουν
εκόνευαεγκαθιστούσα, φώλιαζα, προσγειωνόμουν konmak
εμέτεραδικά μας ἡμέτερος
έμ’νεήμουν
έρ’ταιέρχεται
έρχουμ’νεερχόμουν
εύκαιρον(ουδ.) άδειο, αδειανό, (αρσ.) ανόητο, κουφιοκέφαλο
ευτάμεκάνουμε, φτιάχνουμε εὐθειάζω
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καρδόποκαρδούλα
καρίπ’κονξένο, μοναχικό, φτωχό, ανήμπορο garip/ġarīb
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλώστ’(προστ.) γύρνα/γύρισε, επέστρεψε
κρεβατόποκρεβατάκι
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
πουλόπονπουλάκι
ραχ̌ίνβουνό, ράχη
σεβνταλούκ’έρωτας sevdalık
φοάσαιφοβάσαι
χαμελύν’χαμηλώνει
χαμέλυνονχαμήλωσε
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αΐκοντέτοιο/α
αλήγοραγρήγορα
άμε(προστ.) σύρε, πήγαινε
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
γειτόν’γείτονες
δι͜αβαίν’(για τόπο) περνάει/ώ, διασχίζει/ω, (για χρόνο) περνάει/ώ διαβαίνω
εγάπηςαγάπης
εγκαλιόποναγκαλιά, αγκαλίτσα
εγροικούνκαταλαβαίνουν
εκόνευαεγκαθιστούσα, φώλιαζα, προσγειωνόμουν konmak
εμέτεραδικά μας ἡμέτερος
έμ’νεήμουν
έρ’ταιέρχεται
έρχουμ’νεερχόμουν
εύκαιρον(ουδ.) άδειο, αδειανό, (αρσ.) ανόητο, κουφιοκέφαλο
ευτάμεκάνουμε, φτιάχνουμε εὐθειάζω
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καρδόποκαρδούλα
καρίπ’κονξένο, μοναχικό, φτωχό, ανήμπορο garip/ġarīb
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλώστ’(προστ.) γύρνα/γύρισε, επέστρεψε
κρεβατόποκρεβατάκι
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
πουλόπονπουλάκι
ραχ̌ίνβουνό, ράχη
σεβνταλούκ’έρωτας sevdalık
φοάσαιφοβάσαι
χαμελύν’χαμηλώνει
χαμέλυνονχαμήλωσε
Ν’ αηλί εμέν, νε! μάνα μου
Σημειώσεις
Αφιερωμένο στη μνήμη του Αναστάσιου Παναπακίδη από Λευκόγεια Δράμας, λυράρης και τραγουδιστής του Πόντου

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost