Προβολή Τραγουδιού
Τρώει ο λύκον το λευκούρ’ |
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Καλλιτέχνες: Μπάμπης Ιωακειμίδης
Ο Σ̌ίλτον ας ση Μόχωρα¹, Μωρέσσα ας σα Λωρία² Σ̌ίλτο τα κόπρι͜α μη μαλά͜εις φέρεν τα φουλιρία Τρώει ο λύκον το λευκούρ’ κι όλιον το καλόν το βούδ’ Πόσα βραδάς εμόνασες εμέν το μεντεπούρ’; Οξούκ να έν’ του Κοσπιδή³ έρημον του Σκαλίτα⁴ Ούλ’ παν’ κι έρχουν μεσημερί’, εγώ πάω τη νύχτα Τρώει ο λύκον το λευκούρ’ κι όλιον το καλόν το βούδ’ Πόσα βραδάς εμόνασες εμέν το μεντεπούρ’; Σίτ’ επέγ’να ση Κοσπιδή ση Πορφύρ’⁵ εβραδι͜άστα Κρύον νερόν εδέκε με τη περισ̌άν’ Ανάστα Τρώει ο λύκον το λευκούρ’ κι όλιον το καλόν το βούδ’ Πόσα βραδάς εμόνασες εμέν το μεντεπούρ’; Ση Κοσπιδή καλόγερος, ση Μαντζ̌ανή⁶ τσ̌οπάνος Ση Παναΐας το ποτάμ’⁷ ψάλτες και τραγωδι͜άνος Τρώει ο λύκον το λευκούρ’ κι όλιον το καλόν το βούδ’ Πόσα βραδάς εμόνασες εμέν το μεντεπούρ’;
Κείμενο | Επεξήγηση | Ετυμ. Ρίζα | Προέλευση |
---|---|---|---|
βούδ’ | βόδι | ||
βραδάς | βράδια | ||
εβραδι͜άστα | βραδιάστηκα | ||
εδέκε | έδωσε | ||
εμόνασες | φιλοξένησες για διανυκτέρευση | ||
έν’ | είναι | ||
επέγ’να | πήγαινα | ||
έρχουν | έρχονται | ||
λευκούρ’ | το ζώο που έχει λευκή ουρά | ||
λωρία | λουριά | ||
μαλά͜εις | μαλάσσεις, ανακατεύεις | ||
μεντεπούρ’ | βρώμικος, άπλυτος, αηδιαστικός | mendebur/mendebūr | |
μεσημερί’ | κατά τη διάρκεια του μεσημεριού | ||
μωρέσσα | ανόητη, χαζή | ||
όλιον | όλο, ολόκληρο | ||
οξούκ | λειψό/ά, ατελές/ή, λιγοστό/ά | eksik | |
ούλ’ | όλοι | ||
περισ̌άν’ | εξαθλιωμένo, κακομοίρη, δυστυχή | perişan/perīşān | |
ποτάμ’ | ποτάμι | ||
σίτ’ | καθώς, ενώ | σόταν<εις όταν | |
τραγωδι͜άνος | τραγουδιστής | ||
φέρεν | (προστ.) φέρε | ||
φουλιρία | φλουριά |
(ΣΣ) Η ιστορία του 1ου διστίχου έχει ως εξής: Ο Σ̌ίλτον με καταγωγή από τη Μόχωρα, κλέφτης καθώς ήταν κάποτε κατέβηκε στα Λωρία και πέρασε από το σπίτι της Μωρέσσας κλέβοντας από μέσα κάποια φλουριά που βρήκε. Οπότε εδώ τον παρακινεί ο εμπνευστής του διστίχου να «μη μαλάζ’ τα κόπρι͜α», μη «κάνει προστυχιές» αλλά να φέρει και να επιστρέψει τα φλουριά που έκλεψε ¹ Μόχωρα: μία από τις εννιά τελευταία εναπομείνασες ενορίες της Κρώμνης, ανατολικά του Αληθινού, απομονωμένη μεταξύ των ράχεων Αληθινού και Αγίου Ηλία Γούμερας ² Λωρία: αρκετά μεγάλη ενορία της Κρώμνης ευρισκόμενη στα βόρεια του Νανάκ κοντά στις πρώτες κατωφέρειες της ίδιας χαράδρας ³ Κοσπιδή ή Κουσπιδή (σημ. Coşandere): αμιγές ελληνικό χωριό στο ποτάμι της Παναγίας. Είχε 450 κατοίκους. Η παράδοση λέει πως στου Κουσπιδή φιλοξενήθηκαν οι κτήτορες της Μονής Σουμελά Βαρνάβας και Σωφρόνιος πριν φτάσουν στο όρος Μελά ⁴ Σκαλίτα (σημ. Altindere): ελληνικό χωριό με 250 κατοίκους. Ήταν σκαρφαλωμένο στους πρόποδες του όρους Μελά, μισή ώρα (πεζή) από τη μονή της Παναγίας Σουμελά. Του Σκαλίτα ήταν η γενέτειρα του μεγάλου ευεργέτη της Τραπεζούντας Σάββα Τριανταφυλλίδη, ο οποίος δίδαξε στο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας από το 1816-23. Συνέβαλε πολύ στην προβολή του φροντιστηρίου και στη μόρφωση της νεολαίας. Από του Σκαλίτα ήταν επίσης η καταγωγή του ιστορικού Περικλή Τριανταφυλλίδη. Ο Π.Τοπαλίδης αναφέρει στην Ιστορία της Μονής Αγίου Ιωάννου Προδρόμου του Βαζελώνα, ότι στου Σκαλίτα υπήρχαν καλοί αγιογράφοι ⁵ Πορφύρ’ ή Πορφύρη: χωριό της Ματσούκας του Πόντου ⁶ Μαντζ̌ανή ή Μαντζ̌άντων: χωριό της Ματσούκας του Πόντου ⁷ O Δαφνοπόταμος