.
.
Ποντιακό γλέντι

Μακρύν φοτάν

Στιχουργοί
Συνθέτες
Μακρύν φοτάν
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Μακρύν φοτάν [ψ̌η μ’] μη ζώσ̌κεσαι,
μακρύν έν’ συμποδί͜ει σε
Τ’ ομμάτι͜α μ’ [ψ̌ήκα μ’] αραεύ’νε σε,
η ψ̌η μ’ να ποδεδί͜ει σε

Η φοτά σ’ [ψ̌η μ’/ξαν] τσ̌ακανίεται
άμον ταραπουλούζι
Χ̌ίλια κομμάτι͜α [ρίζα μ’] ’ίνεται
ας σο τσ̌αλούμ’ σ’ που ρούζει
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αραεύ’νεψάχνουν, αναζητούν, γυρεύουν aramak
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
έν’είναι
ζώσ̌κεσαιζώνεσαι, φοράς πάνω σου ζώννυμι
’ίνεταιγίνεται
ξανπάλι, ξανά
ομμάτι͜αμάτια
ποδεδί͜ει(ενεργ. και μέση) χαίρεται, απολαμβάνει, προσκυνάει από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ρούζειπέφτει
συμποδί͜εικάνει κπ να σκοντάψει/παραπατήσει
ταραπουλούζιμεταξωτό ζωνάρι το οποίο στην ύφανσή του έβγαζε κάθετες και οριζόντιες ραβδώσεις με αποτέλεσμα να σχηματίζεται καρό Ṭarābulus<Τρίπολις [η Τρίπολη του Λιβάνου φημιζόταν ιστορικά για την παραγωγή μεταξωτών και βαμβακερών υφασμάτων, κυρίως κατά την οθωμανική περίοδο αλλά και νωρίτερα, στη μεσαιωνική εποχή]
τσ̌ακανίεταισέρνεται κατά γης
τσ̌αλούμ’νάζι, σκέρτσο çalım
φοτάμέρος γυναικείας ενδυμασίας που έμπαινε πάνω από το λαχόρι, το ζωνάρι το οποίο έδεναν οι γυναίκες τριγωνικά στη μέση τους πάνω από τη ζιπούνα, γεν. ποδιά futa
φοτάνμέρος γυναικείας ενδυμασίας που έμπαινε πάνω από το λαχόρι, το ζωνάρι το οποίο έδεναν οι γυναίκες τριγωνικά στη μέση τους πάνω από τη ζιπούνα, γεν. ποδιά futa
ψ̌ηψυχή
ψ̌ήκαψυχούλα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αραεύ’νεψάχνουν, αναζητούν, γυρεύουν aramak
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
έν’είναι
ζώσ̌κεσαιζώνεσαι, φοράς πάνω σου ζώννυμι
’ίνεταιγίνεται
ξανπάλι, ξανά
ομμάτι͜αμάτια
ποδεδί͜ει(ενεργ. και μέση) χαίρεται, απολαμβάνει, προσκυνάει από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ρούζειπέφτει
συμποδί͜εικάνει κπ να σκοντάψει/παραπατήσει
ταραπουλούζιμεταξωτό ζωνάρι το οποίο στην ύφανσή του έβγαζε κάθετες και οριζόντιες ραβδώσεις με αποτέλεσμα να σχηματίζεται καρό Ṭarābulus<Τρίπολις [η Τρίπολη του Λιβάνου φημιζόταν ιστορικά για την παραγωγή μεταξωτών και βαμβακερών υφασμάτων, κυρίως κατά την οθωμανική περίοδο αλλά και νωρίτερα, στη μεσαιωνική εποχή]
τσ̌ακανίεταισέρνεται κατά γης
τσ̌αλούμ’νάζι, σκέρτσο çalım
φοτάμέρος γυναικείας ενδυμασίας που έμπαινε πάνω από το λαχόρι, το ζωνάρι το οποίο έδεναν οι γυναίκες τριγωνικά στη μέση τους πάνω από τη ζιπούνα, γεν. ποδιά futa
φοτάνμέρος γυναικείας ενδυμασίας που έμπαινε πάνω από το λαχόρι, το ζωνάρι το οποίο έδεναν οι γυναίκες τριγωνικά στη μέση τους πάνω από τη ζιπούνα, γεν. ποδιά futa
ψ̌ηψυχή
ψ̌ήκαψυχούλα
Μακρύν φοτάν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr