.
.
Σ’ αυτόν που τον έλεγαν Γώγο

Εξέβα απάν’ σο Ποζ-Τεπέ

Εξέβα απάν’ σο Ποζ-Τεπέ
fullscreen
Εξέβα απάν’ σο Ποζ-Τεπέ,
είδα την Τραπεζούνταν
Τ’ άσ̌κεμα κάθουν σο Μεϊντάν,
τ’ έμορφα ση Δαφνούνταν

Την Τραπεζούνταν εγύρτσα,
τ’ εννέα μαχαλάδες
Για τ’ εμέν, ξαν ’κ’ ευρέθανε
στραβοί προξενητάδες

 ♫

Το φιστανόπο σ’ κόκκινον
τα κουμπία [και] γεσ̌ίλια
Πουλόπο μ’, [και] υείας γράσιμον
και -ν- άμον ατό χ̌ίλι͜α

Το φιστανόπο σ’ κόκκινον,
η φοτά σ’ [γιαρ/ψ̌η μ’] γερανέον
Ατό το τσ̌αλιμόπο σου
Τούρκον [και] ευτάει Ρωμαίον
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απάν’πάνω
άσ̌κεμαάσχημα
γερανέονκυανό, γαλάζιο
γεσ̌ίλιαπράσινα yeşil
γιαραγαπητός/ή/ό, αγάπη yâr
γράσιμονφθορά είδων ενδυμασίας
εγύρτσαγύρισα
έμορφαόμορφα
εξέβαβγήκα, ανέβηκα, μτφ. προέκυψα
ευρέθανεβρέθηκαν
ευτάεικάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κάθουνκάθονται
μαχαλάδεςγειτονιές mahalle/maḥalle
Μεϊντάν(ή Μεϊντάνι) η ονομασία της πλατείας του λιμανιού της Τραπεζούντας meydan/meydān
ξανπάλι, ξανά
ποζγκρι boz
Ποζ-Τεπέ(κυριολ. Γκρι ή Φαιός Λόφος) το όρος Μίθριο, λόφος που βρίσκεται 3 χλμ ΝΑ της πόλης της Τραπεζούντας Boz Tepe
πουλόποπουλάκι
ρωμαίονρωμιό, έλληνα (χριστιανό υπήκοο της οθωμ. αυτοκρατορίας)
τεπέκορυφή tepe
τσ̌αλιμόπο(υποκορ.) επιδέξια κίνηση (σε χορό κ.ά.), σκέρτσο, κάμωμα çalım + -όπον
υείας γράσιμον(εκφ) ευχή για καινούρια ενδύματα, καλοφόρετο/α
φιστανόποφουστανάκι fistan<fustān
φοτάμέρος γυναικείας ενδυμασίας που έμπαινε πάνω από το λαχόρι, το ζωνάρι το οποίο έδεναν οι γυναίκες τριγωνικά στη μέση τους πάνω από τη ζιπούνα, γεν. ποδιά futa
ψ̌ηψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απάν’πάνω
άσ̌κεμαάσχημα
γερανέονκυανό, γαλάζιο
γεσ̌ίλιαπράσινα yeşil
γιαραγαπητός/ή/ό, αγάπη yâr
γράσιμονφθορά είδων ενδυμασίας
εγύρτσαγύρισα
έμορφαόμορφα
εξέβαβγήκα, ανέβηκα, μτφ. προέκυψα
ευρέθανεβρέθηκαν
ευτάεικάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κάθουνκάθονται
μαχαλάδεςγειτονιές mahalle/maḥalle
Μεϊντάν(ή Μεϊντάνι) η ονομασία της πλατείας του λιμανιού της Τραπεζούντας meydan/meydān
ξανπάλι, ξανά
ποζγκρι boz
Ποζ-Τεπέ(κυριολ. Γκρι ή Φαιός Λόφος) το όρος Μίθριο, λόφος που βρίσκεται 3 χλμ ΝΑ της πόλης της Τραπεζούντας Boz Tepe
πουλόποπουλάκι
ρωμαίονρωμιό, έλληνα (χριστιανό υπήκοο της οθωμ. αυτοκρατορίας)
τεπέκορυφή tepe
τσ̌αλιμόπο(υποκορ.) επιδέξια κίνηση (σε χορό κ.ά.), σκέρτσο, κάμωμα çalım + -όπον
υείας γράσιμον(εκφ) ευχή για καινούρια ενδύματα, καλοφόρετο/α
φιστανόποφουστανάκι fistan<fustān
φοτάμέρος γυναικείας ενδυμασίας που έμπαινε πάνω από το λαχόρι, το ζωνάρι το οποίο έδεναν οι γυναίκες τριγωνικά στη μέση τους πάνω από τη ζιπούνα, γεν. ποδιά futa
ψ̌ηψυχή
Εξέβα απάν’ σο Ποζ-Τεπέ

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost