.
.
Ανάθεμα σε, ασ’χώρετον

Ανάθεμα σε, ασ’χώρετον

Στιχουργοί
Συνθέτες
Ανάθεμα σε, ασ’χώρετον
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Ανάθεμα σε, ασ’χώρετον,
εσύ να έ͜εις το κρίμαν!
Εμάτσες με σο ’θόγαλαν,
ατώρα φά͜εις με τρίμμαν

Άσπρα τσ̌ιτσ̌άκια ’κχ̌ύουνταν
ας σην πορπατεσία σ’
Να έμ’ του σπαρελί’ σ’ τ’ αστάρ’,
εκείμ’ απέσ’ σα ψ̌ήα σ’

Τα νύχτας όντες τραγωδώ
όλ’ εθαρρούνε κλαίω
Έρχουνταν ερωτούνε με,
εγώ τιδέν ’κι λέω

Τ’ αρνόπα μ’ καλωρίαστα
και τα νερόπα μ’ κρύα
Ση τσ̌άντα μ’ χάσικον ψωμίν,
πουλόπο μ’, φά’ και πία

Θα σύρω και σαρεύω σε
με τα σεράντα κάστρα
Εσύ πώς ’κι πεγ̆ενεύκουσ’νε
τον ουρανόν με τ’ άστρα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
απέσ’μέσα
αρνόπααρνάκια
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
αστάρ’φόδρα, υπόστρωμα astar/āster
ασ’χώρετονασυγχώρητο
ατώρατώρα
έ͜ειςέχεις
εκείμ’κειτόμουν, ξάπλωνα
έμ’ήμουν
εμάτσεςέμαθες, δίδαξες μαθίζω
έρχουντανέρχονται
ερωτούνερωτάνε
’θόγαλανανθόγαλο, λιπαρή ουσία σαν αφρός που εμφανίζεται στην επιφάνεια του γάλακτος, όταν αυτό βράσει
καλωρίασταεύκολα στην επιτήρηση/φύλαξη
’κιδεν οὐκί<οὐχί
’κχ̌ύουντανεκχύνονται, χύνονται, εκρέουν εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
νερόπανεράκια
νύχτας(ον.πληθ.,τα) νύχτες
όλ’όλοι/α
όντεςόταν
πεγ̆ενεύκουσ’νεαρεσκόσουν, έβρισκες της αρεσκείας σου beğenmek
πία(προστ.) πιες
πορπατεσίαπερπατησιά, περπάτημα
πουλόποπουλάκι
σαρεύωτυλίγω, περικυκλώνω, εναγκαλίζομαι μτφ. αρέσκομαι σε sarmak
σεράντασαράντα
σπαρελί’σπαρελιού (μέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους) spalliera
σύρωσέρνω, τραβώ, ρίχνω
τιδέντίποτα
τραγωδώτραγουδάω
τρίμμανσούπα από μικρά τρίμματα ζυμαριού
τσ̌ιτσ̌άκιαλουλούδια çiçek
φά’(προστ.) φάε
φά͜ειςταΐζεις
χάσικοναγνό, καθαρό, (για ψωμί) αμιγώς σταρένιο has/ḫāṣṣ
ψ̌ήαψυχές, η περιοχή του στέρνου, τα εσώψυχα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
απέσ’μέσα
αρνόπααρνάκια
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
αστάρ’φόδρα, υπόστρωμα astar/āster
ασ’χώρετονασυγχώρητο
ατώρατώρα
έ͜ειςέχεις
εκείμ’κειτόμουν, ξάπλωνα
έμ’ήμουν
εμάτσεςέμαθες, δίδαξες μαθίζω
έρχουντανέρχονται
ερωτούνερωτάνε
’θόγαλανανθόγαλο, λιπαρή ουσία σαν αφρός που εμφανίζεται στην επιφάνεια του γάλακτος, όταν αυτό βράσει
καλωρίασταεύκολα στην επιτήρηση/φύλαξη
’κιδεν οὐκί<οὐχί
’κχ̌ύουντανεκχύνονται, χύνονται, εκρέουν εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
νερόπανεράκια
νύχτας(ον.πληθ.,τα) νύχτες
όλ’όλοι/α
όντεςόταν
πεγ̆ενεύκουσ’νεαρεσκόσουν, έβρισκες της αρεσκείας σου beğenmek
πία(προστ.) πιες
πορπατεσίαπερπατησιά, περπάτημα
πουλόποπουλάκι
σαρεύωτυλίγω, περικυκλώνω, εναγκαλίζομαι μτφ. αρέσκομαι σε sarmak
σεράντασαράντα
σπαρελί’σπαρελιού (μέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους) spalliera
σύρωσέρνω, τραβώ, ρίχνω
τιδέντίποτα
τραγωδώτραγουδάω
τρίμμανσούπα από μικρά τρίμματα ζυμαριού
τσ̌ιτσ̌άκιαλουλούδια çiçek
φά’(προστ.) φάε
φά͜ειςταΐζεις
χάσικοναγνό, καθαρό, (για ψωμί) αμιγώς σταρένιο has/ḫāṣṣ
ψ̌ήαψυχές, η περιοχή του στέρνου, τα εσώψυχα
Ανάθεμα σε, ασ’χώρετον

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr