.
.
Ση παλαιών τη στράταν

Το ποϊόπο σ’ έμορφον

Στιχουργοί
Συνθέτες
Το ποϊόπο σ’ έμορφον
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Το ποϊόπο σ’ έμορφον
και βίτσα λεφτοκαρί’ 
Κείμαι σ’ εγκαλιόπο σου
ας σο βράδ’ ως το πρωίν

Τέρε, μάνα, το παπόρ’
ντ’ άσ̌κεμα κουνίεται
Το σαρίν τ’ αρνί μ’ απέσ’
φοούμ’ θα φουρκίεται

Νά ’ξερα ποίον παπόρ’
εσέν θα φέρ’ εμέναν
Σο τιρέκ’ν εθε έφτυνα
χρυσόν λαμπάδαν έναν

Τ’ αιγιδόπον βόσ̌κεται,
σ̌υρίζ’ ατο κλώσ̌κεται
Εγώ τηνάν αγαπώ,
ταραπουλούζ’ ζώσ̌κεται

Απ’ αδά στ’ εσέτερα,
πουλί μ’, ξάι μακρά πα ’κ’ έν’
Μήλον να σύρω -ν- έρ’ται
και κυδών’ παραδι͜αβαίν’
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αδάεδώ
αιγιδόπονγιδούλα, κατσικάκι
απέσ’μέσα
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
άσ̌κεμαάσχημα
βόσ̌κεταιβοσκάει
εγκαλιόποαγκαλίτσα
εθετου/της
έμορφονόμορφο
έν’είναι
έρ’ταιέρχεται
εσέτεραδικά σου/σας
ζώσ̌κεταιζώνεται, φοράει πάνω του ζώννυμι
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κείμαικείτομαι, ξαπλώνω
κλώσ̌κεταιγυρίζει, επιστρέφει
κουνίεταικουνιέται, λικνίζεται
λεφτοκαρί’λεπτοκαρυάς, φουντουκιάς λεπτο- + κάρυον
μακρά(επιρρ.) μακριά, (επιθ.) μακρινά, απομακρυσμένα
ξάικαθόλου
παπάλι, επίσης, ακόμα
παπόρ’βαπόρι, καράβι vapore
παραδι͜αβαίν’ξεπερνάει, παραφεύγει, ξεφεύγει, παραωριμάζει
ποϊόπο(υποκορ.) μπόι, ύψος boy
σαρίνξανθό, κίτρινο sarı
σ̌υρίζ’σφυρίζω/ει σῦριγξ
σύρωσέρνω, τραβώ, ρίχνω
ταραπουλούζ’μεταξωτό ζωνάρι το οποίο στην ύφανσή του έβγαζε κάθετες και οριζόντιες ραβδώσεις με αποτέλεσμα να σχηματίζεται καρό Ṭarābulus<Τρίπολις [η Τρίπολη του Λιβάνου φημιζόταν ιστορικά για την παραγωγή μεταξωτών και βαμβακερών υφασμάτων, κυρίως κατά την οθωμανική περίοδο αλλά και νωρίτερα, στη μεσαιωνική εποχή]
τέρε(προστ.) κοίταξε
τηνάναυτόν/ην που
τιρέκ’νκατάρτι direk
φέρ’φέρνω/ει
φοούμ’φοβάμαι
φουρκίεταιπνίγεται
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αδάεδώ
αιγιδόπονγιδούλα, κατσικάκι
απέσ’μέσα
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
άσ̌κεμαάσχημα
βόσ̌κεταιβοσκάει
εγκαλιόποαγκαλίτσα
εθετου/της
έμορφονόμορφο
έν’είναι
έρ’ταιέρχεται
εσέτεραδικά σου/σας
ζώσ̌κεταιζώνεται, φοράει πάνω του ζώννυμι
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κείμαικείτομαι, ξαπλώνω
κλώσ̌κεταιγυρίζει, επιστρέφει
κουνίεταικουνιέται, λικνίζεται
λεφτοκαρί’λεπτοκαρυάς, φουντουκιάς λεπτο- + κάρυον
μακρά(επιρρ.) μακριά, (επιθ.) μακρινά, απομακρυσμένα
ξάικαθόλου
παπάλι, επίσης, ακόμα
παπόρ’βαπόρι, καράβι vapore
παραδι͜αβαίν’ξεπερνάει, παραφεύγει, ξεφεύγει, παραωριμάζει
ποϊόπο(υποκορ.) μπόι, ύψος boy
σαρίνξανθό, κίτρινο sarı
σ̌υρίζ’σφυρίζω/ει σῦριγξ
σύρωσέρνω, τραβώ, ρίχνω
ταραπουλούζ’μεταξωτό ζωνάρι το οποίο στην ύφανσή του έβγαζε κάθετες και οριζόντιες ραβδώσεις με αποτέλεσμα να σχηματίζεται καρό Ṭarābulus<Τρίπολις [η Τρίπολη του Λιβάνου φημιζόταν ιστορικά για την παραγωγή μεταξωτών και βαμβακερών υφασμάτων, κυρίως κατά την οθωμανική περίοδο αλλά και νωρίτερα, στη μεσαιωνική εποχή]
τέρε(προστ.) κοίταξε
τηνάναυτόν/ην που
τιρέκ’νκατάρτι direk
φέρ’φέρνω/ει
φοούμ’φοβάμαι
φουρκίεταιπνίγεται
Το ποϊόπο σ’ έμορφον

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr