.
.
Τραγούδια του Πόντου | Ηχογραφήσεις του 1930 (Αρχείο Μέλπως Μερλιέ)

Διάλεκτος Καρς

Στιχουργοί
Συνθέτες
Διάλεκτος Καρς
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Ένας Καυκάσιος, Γιάννης Χαραλαμπίδης, Κιόλιαλης

Ας λέω σας, παιδία έναν μεσι͜άλ’...

Ένας αλεπός κι ένας άρκος κι ένας λύκος έρθαν εσταύρωσαν σ’ έναν σταυροστράτ’ απάν’.

Λέει ο ένας τον άλλον:
-’Ίνουμες παραδέλφι͜α;
-’Ίνουμες!

’Σ’κώθανε επεκαικά, είπανε ας παίρομε τα πέλια και τα μακέλλια και πάμε χταλεύομε και τρώγομε, ζούμε. Σίτι͜α επέγ’ναν εχτάλευανε, εύραν έναν κουτίν μέλ’. Είπεν ατ’ς-ε ο άρκον «δεβάτε σ’κώστε α’ τουβραδί’ και πάμ’ τρώγομ’ α’». Επεκεί εσ’κώθεν επήεν άρκον κι επήεν έσ’κωσεν α’ κι εκλώστεν κι έρθεν.

Έρθεν αλεπόν πονηρός, δι͜άβολος έν’. Σίτι͜α ’χτάλευεν εντώκεν σο νουν ατ’ το μέλ’, ετσ̌άιξεν:
-Έιιιι! Ντό έν’;
Είπεν ατον ο λύκον κι ο άρκον:
-Ντό έν’;
Είπεν:
-Κια, κουίζ’νε με να βαφτίζω, να πάω ’φτάγω έναν τσ̌ιράχ’!
-Ε! δέβα

Εκλώστεν κι έρθεν, είπαν ατον «ντ’ εκόλλτσες το τσ̌ιράχι σ’;», είπεν «σκαλωστής»!
Επήεν αλλομίαν, ση δεύτεραν φοράν, επήεν ήμ’σωσεν το μέλ’ κι έρθεν.
Είπαν ατον «ντ’ εκόλλτσες το τσ̌ιράχι σ’;», είπεν «ημ’σωστής»!
Αρ’ εχτάλεψαν έναν ξα κι άλλο...σα τρία φοράς απάν’...
-Έι! Ντό έν’ (νε)πρε εφέκετε με αξάν ση δουλείαν. Μη τσ̌αΐζετε!
Είπαν «ντό έν’;»
-Είπαν για ξαν τσ̌ιράχ’ ’α κολλίζω/βαφτίζω!
«Δέβα» είπαν ατον.
Επήεν κι έρθεν, είπαν «ντ’ εκόλλτσες το τσ̌ιράχ’ σ’;», είπεν «υλιστής, κουπιστής»

Αρ’ εχτάλεψαν ους τουβραδί’ εκαικά, εσ’κώθανε κι επήαν σ’ οσπίτ’ είπαν ας πάμ’ τρώγομ’ το μέλ’.
Επήανε, τερούν νι͜ά μέλ’, νι͜ά τιδέν. Είπανε «αούτ’ το μέλ’ ποίος έφαεν α’;». Ο εις λέει «εσύ έφαες α’», άλλος λέει «εσύ έφαες α’», άλλος λέει «εσύ έφαες α’»...’κ’ επόρεσαν να εύρηκαν ποίος έφαεν α’. Είπανε, καλύτερα ας κείμες κα’ και κλειδώνομ’ την πόρταν, όποιος χ̌έζ’ αφκάτ’ ατ’ εκείνος έφαεν το μέλ’. Εκλείδωσαν την πόρταν κι έπεσαν κα’. Μεσανυχτί’, εσ’κώθεν αλεπόν έσπιγξεν ατον το μέλ’, θα χ̌έζ’ αφκάτ’ ντ’ ’α ’φτάει ’κι ’ξέρ’, επήεν γάλι͜α-γάλι͜α...άρκον χορουγκίζ’...επήεν γάλι͜α-γάλι͜α έχ̌εσεν σον κώλον τ’ άρκονος. Εσ’κώθαν αποπουρνού ετέρεσαν, ντό τερείς! Τ’ άρκονος η κοιλία νηστικόν κι ο κώλος ατ’ σκατωμένον. Είπεν «εσύ έφαες το μέλ’». «Όχι εγώ ’κ’ έφαγα ’το, γιοκ!». «’α πάμε ευτάμε έναν τσ̌ουχούρ’ κι όποιος λαγγεύ’ απάν’ κέσ’ εκείνος έφαεν το μέλ’». Εποίκαν έναν τσ̌ουχούρ’, επήαν εκαικά. Σίτι͜α λαγγεύ’νε αλεπόν λαφρός! ’Λάγγεψεν απ’ αδά επήεν ους πέραν. Έρθεν κι ο λύκον, ελάγγεψεν κι εκείνος, επήεν ους πέραν. Έρθεν άρκον. Άμον ντ’ ελάγγεψεν κι ερρούξεν απέσ’. Ερρούξεν απέσ’, ο εις απ’ αδά κι άλλος απ’ ακεί εντώκαν ατον, εντώκαν ατον κι έρθαν είπανε «εμείς ατώρα, αφού ’κ’ έχομε εμπιστοσύνι͜αν ο εις σον άλλον, ας χωρίγουμες και πάμε ο εις σ’ έργον εμουν κι άλλος σ’ άλλο κι άλλος σ’ άλλο». Επεκεικά ξηχωρίγανε κι επήγαν ο εις αδά κι άλλος ακεί κι άλλος σ’ άλλ’ το μέρος κι εγλύτωσαν.
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
α’(ατό) αυτό, το
’αθα
αδάεδώ
ακείεκεί
αλεπόναλεπού
αλεπόςαλεπού
αλλομίανάλλη μια φορά
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αξάνξανά, πάλι
αούτ’αυτός/ή/ό/ά
απάν’πάνω
απέσ’μέσα
αποπουρνούαπ’ το πρωί, κατά το πρωί, πρωινιάτικα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
άρκοναρκούδα
άρκονοςαρκούδας
άρκοςαρκούδα
ατ’ςαυτής, της
ατώρατώρα
αφκάτ’από κάτω αφκάτου
γάλι͜ασιγά, αργά αγαληνός < γαληνός
γάλι͜α-γάλι͜ααγάλι-αγάλι, σιγά-σιγά, σταδιακά αγάλι<αγαληνός <γαληνός
γιοκόχι yok
δέβα(προστ.) πήγαινε
δεβάτεπηγαίνετε
δουλείανδουλειά
εκαικάεκεί κοντά ακριβώς, εκεί κάτω
εκλώστενγύρισε, επέστρεψε
εκόλλτσεςκόλλησες, έδωσες φωτιά
ελάγγεψενπήδηξε लङ्घ (laṅgh)
εμουνμας
εμπιστοσύνι͜ανεμπιστοσύνη
έν’είναι
έναν ξαλίγο, μια σταλιά
εντώκανχτύπησαν
εντώκενχτύπησε
επέγ’νανπήγαιναν
επεκαικάαπό εκεί πέρα
επεκείαπό εκεί, από τότε, ύστερα, κατόπιν
επεκεικάαπό εκεί πέρα, ύστερα
επήανπήγαν
επήανεπήγαν
επήενπήγε
εποίκανέκαναν, έφτιαξαν ποιέω-ῶ
επόρεσανμπόρεσαν
έρθανήρθαν
έρθενήρθε
ερρούξενέπεσε
εσ’κώθανσηκώθηκαν
εσ’κώθανεσηκώθηκαν
εσ’κώθενσηκώθηκε
έσ’κωσενσήκωσε
έσπιγξενέσφιξε
ετέρεσανκοίταξαν
ετσ̌άιξενφώναξε
εύρανβρήκαν
εύρηκανέβρισκαν
ευτάμεκάνουμε, φτιάχνουμε εὐθειάζω
έφαενέφαγε
έφαεςέφαγες
εφέκετεαφήσατε
έχομεέχουμε
εχτάλευανεέσκαβαν
εχτάλεψανέσκαψαν
ήμ’σωσενάφησε μισό
ημ’σωστήςαυτός που αφήνει κάτι μισό από την αρχική του ποσότητα
’ίνουμεςγινόμαστε
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κα’κάτω
κείμεςκειτόμαστε, ξαπλώνουμε
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κολλίζωκολλάω, βάζω φωτιά, καταστρέφω
κουίζ’νεφωνάζουν, λαλούνε, καλούνε κπ ονομαστικά
κουπιστήςαυτός που αντιστρέφει κτ, το γυρνάει ανάποδα
λαγγεύ’πηδάω/ει लङ्घ (laṅgh)
λαγγεύ’νεπηδούν लङ्घ (laṅgh)
’λάγγεψεν(ελάγγεψεν) πήδηξε लङ्घ (laṅgh)
μακέλλιασκαπάνες, τσάπες μάκελλος/μακέλλῃ (μία + κέλλω=κοψιμο μιάς κατευθυνσης, μιας πλευράς)
μέλ’μέλι
μεσανυχτί’την ώρα του μεσονυχτίου
μεσι͜άλ’διδακτική ιστορία, παραβολή, παροιμία mesel/mes̱el
νι͜άούτε ne
ξανπάλι, ξανά
ξηχωρίγανεξεχωρίστηκαν
οσπίτ’σπίτι hospitium<hospes
ουςως, μέχρι
παιδίαπαιδιά
παίρομεπαίρνουμε
παραδέλφι͜αετεροθαλή αδέλφια
πέλιαπατόφτυαρα bel
ποίος(ερωτημ.) ποιός, (αναφ.αντων.) όποιος
σίτι͜ακαθώς, ενώ σόταν<εις όταν
σκαλωστήςαυτός που ξεκινάει ένα έργο/δουλειά
’σ’κώθανε(εσ’κώθανε) σηκώθηκαν
σ’κώστε(προστ.) σηκώστε
σταυροστράτ’σταυροδρόμι
τερείςκοιτάς
τερούνκοιτούν
τιδέντίποτα
’τοαυτό, το (προσωπική αντωνυμία)
τουβραδί’κατά το βράδυ, τις απογευματινές ώρες του βραδύ(ου)
τρώγομ’τρώμε
τρώγομετρώμε
τσ̌αΐζετεφωνάζετε, επιπλήττετε
τσ̌ιράχ’βαφτισιμιό, αναδεξιμιό, μαθητευόμενο τεχνίτη çırak<çerāġ
τσ̌ιράχιβαφτισιμιό, αναδεξιμιό, μαθητευόμενο τεχνίτη çırak<çerāġ
τσ̌ουχούρ’γούβα, λάκκος çukur
υλιστήςαυτός που στραγγίζει κτ, κάνει κτ να στάζει
φοράςφορές
’φτάγω(ευτάγω) κάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
’φτάει(ευτάει) κάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
χ̌έζ’χέζει
χορουγκίζ’ρέγχει, ροχαλίζει
’χτάλευεν(εχτάλευεν) έσκαβε
χταλεύομεσκάβουμε
χωρίγουμεςχωριζόμαστε, χωρίζουμε
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
α’(ατό) αυτό, το
’αθα
αδάεδώ
ακείεκεί
αλεπόναλεπού
αλεπόςαλεπού
αλλομίανάλλη μια φορά
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αξάνξανά, πάλι
αούτ’αυτός/ή/ό/ά
απάν’πάνω
απέσ’μέσα
αποπουρνούαπ’ το πρωί, κατά το πρωί, πρωινιάτικα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
άρκοναρκούδα
άρκονοςαρκούδας
άρκοςαρκούδα
ατ’ςαυτής, της
ατώρατώρα
αφκάτ’από κάτω αφκάτου
γάλι͜ασιγά, αργά αγαληνός < γαληνός
γάλι͜α-γάλι͜ααγάλι-αγάλι, σιγά-σιγά, σταδιακά αγάλι<αγαληνός <γαληνός
γιοκόχι yok
δέβα(προστ.) πήγαινε
δεβάτεπηγαίνετε
δουλείανδουλειά
εκαικάεκεί κοντά ακριβώς, εκεί κάτω
εκλώστενγύρισε, επέστρεψε
εκόλλτσεςκόλλησες, έδωσες φωτιά
ελάγγεψενπήδηξε लङ्घ (laṅgh)
εμουνμας
εμπιστοσύνι͜ανεμπιστοσύνη
έν’είναι
έναν ξαλίγο, μια σταλιά
εντώκανχτύπησαν
εντώκενχτύπησε
επέγ’νανπήγαιναν
επεκαικάαπό εκεί πέρα
επεκείαπό εκεί, από τότε, ύστερα, κατόπιν
επεκεικάαπό εκεί πέρα, ύστερα
επήανπήγαν
επήανεπήγαν
επήενπήγε
εποίκανέκαναν, έφτιαξαν ποιέω-ῶ
επόρεσανμπόρεσαν
έρθανήρθαν
έρθενήρθε
ερρούξενέπεσε
εσ’κώθανσηκώθηκαν
εσ’κώθανεσηκώθηκαν
εσ’κώθενσηκώθηκε
έσ’κωσενσήκωσε
έσπιγξενέσφιξε
ετέρεσανκοίταξαν
ετσ̌άιξενφώναξε
εύρανβρήκαν
εύρηκανέβρισκαν
ευτάμεκάνουμε, φτιάχνουμε εὐθειάζω
έφαενέφαγε
έφαεςέφαγες
εφέκετεαφήσατε
έχομεέχουμε
εχτάλευανεέσκαβαν
εχτάλεψανέσκαψαν
ήμ’σωσενάφησε μισό
ημ’σωστήςαυτός που αφήνει κάτι μισό από την αρχική του ποσότητα
’ίνουμεςγινόμαστε
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κα’κάτω
κείμεςκειτόμαστε, ξαπλώνουμε
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κολλίζωκολλάω, βάζω φωτιά, καταστρέφω
κουίζ’νεφωνάζουν, λαλούνε, καλούνε κπ ονομαστικά
κουπιστήςαυτός που αντιστρέφει κτ, το γυρνάει ανάποδα
λαγγεύ’πηδάω/ει लङ्घ (laṅgh)
λαγγεύ’νεπηδούν लङ्घ (laṅgh)
’λάγγεψεν(ελάγγεψεν) πήδηξε लङ्घ (laṅgh)
μακέλλιασκαπάνες, τσάπες μάκελλος/μακέλλῃ (μία + κέλλω=κοψιμο μιάς κατευθυνσης, μιας πλευράς)
μέλ’μέλι
μεσανυχτί’την ώρα του μεσονυχτίου
μεσι͜άλ’διδακτική ιστορία, παραβολή, παροιμία mesel/mes̱el
νι͜άούτε ne
ξανπάλι, ξανά
ξηχωρίγανεξεχωρίστηκαν
οσπίτ’σπίτι hospitium<hospes
ουςως, μέχρι
παιδίαπαιδιά
παίρομεπαίρνουμε
παραδέλφι͜αετεροθαλή αδέλφια
πέλιαπατόφτυαρα bel
ποίος(ερωτημ.) ποιός, (αναφ.αντων.) όποιος
σίτι͜ακαθώς, ενώ σόταν<εις όταν
σκαλωστήςαυτός που ξεκινάει ένα έργο/δουλειά
’σ’κώθανε(εσ’κώθανε) σηκώθηκαν
σ’κώστε(προστ.) σηκώστε
σταυροστράτ’σταυροδρόμι
τερείςκοιτάς
τερούνκοιτούν
τιδέντίποτα
’τοαυτό, το (προσωπική αντωνυμία)
τουβραδί’κατά το βράδυ, τις απογευματινές ώρες του βραδύ(ου)
τρώγομ’τρώμε
τρώγομετρώμε
τσ̌αΐζετεφωνάζετε, επιπλήττετε
τσ̌ιράχ’βαφτισιμιό, αναδεξιμιό, μαθητευόμενο τεχνίτη çırak<çerāġ
τσ̌ιράχιβαφτισιμιό, αναδεξιμιό, μαθητευόμενο τεχνίτη çırak<çerāġ
τσ̌ουχούρ’γούβα, λάκκος çukur
υλιστήςαυτός που στραγγίζει κτ, κάνει κτ να στάζει
φοράςφορές
’φτάγω(ευτάγω) κάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
’φτάει(ευτάει) κάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
χ̌έζ’χέζει
χορουγκίζ’ρέγχει, ροχαλίζει
’χτάλευεν(εχτάλευεν) έσκαβε
χταλεύομεσκάβουμε
χωρίγουμεςχωριζόμαστε, χωρίζουμε
Διάλεκτος Καρς

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr