.
.
Όλια τ’ ορμάνια ελάστα

Όλια τ’ ορμάνια ελάστα

Στιχουργοί
Συνθέτες
Όλια τ’ ορμάνια ελάστα
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Όλια τ’ ορμάνια ελάστα,
πουθέν τ’ αρνόπο μ’ ’κ’ εύρα
Τρυγόνα μ’, σ’ εγκαλιόπο σου
έναν βραδόπον ’κ’ έμ’να

Αδά σον κατακέφαλον
λιθάρι͜α θα κυλίζω
Ατού σα μὲσα σ’ τα λεγνά
τα χ̌έρι͜α μ’ θα τυλίζω

Αρ’ άντρας ι-σ’ του σ̌κύλ’ ο γιον
’κι ’ξέρ’ το μεκατίρι σ’
’Κι ’ξέρ’ να παίρ’ το φίλεμα σ’
ν’ αβλαεύ’ το χατίρι σ’

Φαρμάκωσον του σ̌κύλ’ το γιον,
άφ’ς κι έλα μετ’ εμένα
Τίναν επέμ’νεν ο κόσμον
και θ’ απομέν’ κι εσένα;

Τίναν επέμ’νεν ο κόσμον
και θ’ απομέν’ κι εμάς -ι;
Έλα ’μπα στ’ εγκαλιόπο μου,
το κρίμαν μ’ ερωτάς -ι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αβλαεύ’κυνηγάει avlamak
αδάεδώ
απομέν’απομένει
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ατούεκεί (σε τόπο ή σημείο που βρίσκεται σε κάποιο απόσταση)
άφ’ς(προστ.) άφησε
εγκαλιόποαγκαλίτσα
ελάσταπεριφέρθηκα, τριγύρισα, περιπλανήθηκα ἀλάομαι/ηλάσκω
έμ’ναέμεινα
επέμ’νεναπόμεινε
ερωτάςρωτάς
εύραβρήκα, (ιδιωμ. προστ.) βρες
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κατακέφαλονκατηφόρα, μτφ. πονηρό άνθρωπο
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κυλίζωκυλάω
λεγνάλιγνά
λιθάρι͜αλιθάρια, πέτρες
μεκατίριαξία (ηθική), ποσότητα, ικανότητα (ενικ.) miḳdār/ (πληθ.) meḳādīr/mawaqīdīr
μὲσα(τα) η μέση
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
’μπα(έμπα) μπες
όλιαόλα
ορμάνιαδάση orman
παίρ’παίρνω/ει
πουθένπουθενά
σ̌κύλ’(γεν.) σκύλου
τίνανποιον/α
τρυγόνατο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
τυλίζωτυλίγω
φαρμάκωσον(προστ.) φαρμάκωσε
φίλεμαφιλί
χατίριχάρη, σεβασμός, υπόληψη hatır/ḫāṭir
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αβλαεύ’κυνηγάει avlamak
αδάεδώ
απομέν’απομένει
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ατούεκεί (σε τόπο ή σημείο που βρίσκεται σε κάποιο απόσταση)
άφ’ς(προστ.) άφησε
εγκαλιόποαγκαλίτσα
ελάσταπεριφέρθηκα, τριγύρισα, περιπλανήθηκα ἀλάομαι/ηλάσκω
έμ’ναέμεινα
επέμ’νεναπόμεινε
ερωτάςρωτάς
εύραβρήκα, (ιδιωμ. προστ.) βρες
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κατακέφαλονκατηφόρα, μτφ. πονηρό άνθρωπο
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κυλίζωκυλάω
λεγνάλιγνά
λιθάρι͜αλιθάρια, πέτρες
μεκατίριαξία (ηθική), ποσότητα, ικανότητα (ενικ.) miḳdār/ (πληθ.) meḳādīr/mawaqīdīr
μὲσα(τα) η μέση
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
’μπα(έμπα) μπες
όλιαόλα
ορμάνιαδάση orman
παίρ’παίρνω/ει
πουθένπουθενά
σ̌κύλ’(γεν.) σκύλου
τίνανποιον/α
τρυγόνατο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
τυλίζωτυλίγω
φαρμάκωσον(προστ.) φαρμάκωσε
φίλεμαφιλί
χατίριχάρη, σεβασμός, υπόληψη hatır/ḫāṭir
Όλια τ’ ορμάνια ελάστα

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr