.
.
Μαεμένον/Πιπιλομμάταινα

Μαεμένον

Στιχουργοί
Συνθέτες
Μαεμένον
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Εμάεψες με, γιαβρίκα μ’
αρ’ έ͜εις με μαεμένον
Αναμεσά σα μαλλόπα σ’
αρ’ έ͜εις με συμπλεκ’μένον

Και μα την Παναΐαν
«τσ̌ακπούν» εξέγκαν τ’ όνομα μ’
σ’ εσόν ση γειτονίαν
Ελέπ’νε σε τ’ ομματόπα μ’
και (-ν- αρ’) καίεται η καρδία μ’

Εξέγκες το μαχ̌αιρόπον
εντώκες σην καρδία μ’
Τρανόν γεράν εποίκες α’,
’κι λαρούται καμίαν

Εγώ αγαπώ σε κι έρχουμαι,
εσύ παραμερί͜εις με
Ντοσίλεγον καρδόπον έ͜εις;
σίτι͜α γελώ, κλαινί͜εις με

Ο Νίκον ο κεμεντζ̌ετζ̌ής,
ατός ας σο Χριστόν -ι
επέρεν τη κύρ’ το κορίτσ’
ας σον Αληθινόν -ι

Αρ’ είσαι πολλά έμορφον,
άι! πολλά φωταγμένον
Το πόι σ’ εροθύμεσα
ντο έμ’ αγκαλιασμέν’
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
α’(ατό) αυτό, το
αναμεσάανάμεσα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
ας σοναπ’ τον ασό σον (από τον)
ατόςαυτός
γεράνπληγή, τραύμα yara
γιαβρίκα(υποκορ.) μωρό, μικρό, παιδί yavru
έ͜ειςέχεις
ελέπ’νεβλέπουνε
έμ’ήμουν
εμάεψεςμάγεψες
έμορφονόμορφο
εντώκεςχτύπησες, έκανες να
εξέγκανέβγαλαν
εξέγκεςέβγαλες
επέρενπήρε
εποίκεςέκανες, έφτιαξες ποιέω-ῶ
εροθύμεσανοστάλγησα
έρχουμαιέρχομαι
εσόνδικός/ή/ό σου
καίεταικαίγεται
καμίανποτέ
καρδόπονκαρδούλα
κεμεντζ̌ετζ̌ήςλυράρης kemençeci
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλαινί͜ειςκάνεις κάποιον να κλάψει, στενοχωρείς
κύρ’πατέρα
λαρούταιγιατρεύεται, θεραπεύεται
μαεμένονμαγεμένος/ο
μαλλόπαμαλλάκια
μαχ̌αιρόπονμαχαιράκι
ομματόπαματάκια
παραμερί͜ειςπαραμερίζεις
πόιύψος, μπόι (ανάστημα) boy
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
σίτι͜ακαθώς, ενώ σόταν<εις όταν
συμπλεκ’μένονσυμπλεγμένο
τσ̌ακπούντσαχπίνη, σκερτσόζο, ερωτιάρη, καταφερτζή, (το) τσαχπίνικο, σκερτζόζικο, ερωτιάρικο, καταφερτζίδικο çapkın
φωταγμένονφωτισμένο, λαμπερό
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
α’(ατό) αυτό, το
αναμεσάανάμεσα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
ας σοναπ’ τον ασό σον (από τον)
ατόςαυτός
γεράνπληγή, τραύμα yara
γιαβρίκα(υποκορ.) μωρό, μικρό, παιδί yavru
έ͜ειςέχεις
ελέπ’νεβλέπουνε
έμ’ήμουν
εμάεψεςμάγεψες
έμορφονόμορφο
εντώκεςχτύπησες, έκανες να
εξέγκανέβγαλαν
εξέγκεςέβγαλες
επέρενπήρε
εποίκεςέκανες, έφτιαξες ποιέω-ῶ
εροθύμεσανοστάλγησα
έρχουμαιέρχομαι
εσόνδικός/ή/ό σου
καίεταικαίγεται
καμίανποτέ
καρδόπονκαρδούλα
κεμεντζ̌ετζ̌ήςλυράρης kemençeci
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλαινί͜ειςκάνεις κάποιον να κλάψει, στενοχωρείς
κύρ’πατέρα
λαρούταιγιατρεύεται, θεραπεύεται
μαεμένονμαγεμένος/ο
μαλλόπαμαλλάκια
μαχ̌αιρόπονμαχαιράκι
ομματόπαματάκια
παραμερί͜ειςπαραμερίζεις
πόιύψος, μπόι (ανάστημα) boy
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
σίτι͜ακαθώς, ενώ σόταν<εις όταν
συμπλεκ’μένονσυμπλεγμένο
τσ̌ακπούντσαχπίνη, σκερτσόζο, ερωτιάρη, καταφερτζή, (το) τσαχπίνικο, σκερτζόζικο, ερωτιάρικο, καταφερτζίδικο çapkın
φωταγμένονφωτισμένο, λαμπερό
Μαεμένον

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr