Ποντιακός Στίχος

Προβολή Τραγουδιού

Κατεβάστε τους στίχους σε PDF

Τικ

Παραδοσιακοί σκοποί της Ματσούκας του ΠόντουΠαραδοσιακοί σκοποί της Ματσούκας του Πόντου

Στιχουργοί: Παραδοσιακό

Συνθέτες: Παραδοσιακό

Καλλιτέχνες: Γιώργος Αμαραντίδης, Χριστόφορος Χριστοφορίδης


Εσ̌ύριζα τα πρόατα μ’,
έμπρου κιάν’ η Κιαλίτσα
Τ’ εμόν την καρδι͜ά έκαψεν
έμορφος τρυγονίτσα

-Μαύρε Σαχπαζάρ’

Κουτνίν σπαρέλ’ θα ’φτάγω σε,
κουμάσ̌’ Χατσαβερίτ’κον
Ράψην να έχ̌’ Καπίκεης
και χάρτσ̌ιν Λιβερίτ’κον

Σο χωραφάκρι σ’ εκάθουμ’
αρ’ άμον χωμολέας
Εκάθουμ’ και -ν- εμέτρανα
τσ’ εγάπ’ς τα μακελλέας

Σον Θεόν βαρύν να μη έν’
κάτ’ θα λέω, παιδία
Ο θάνατον ’κι σύρκεται,
τσ’ εγάπ’ς αροθυμία

Ανάθεμα, ανάθεμα,
αναθεματιγμένον
Θέλω να καλατσ̌εύω σε,
’κι θέλτς με αφορισμένον

Εφόρεσεν κι ενέλλαξεν
ση μάνας ατ’ς επέγ’νεν
Εντώκεν κι ετυλίε με,
η πεθερά τ’ς ετέρ’νεν
Γλωσσάρι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αροθυμίανοσταλγία
ατ’ςαυτής, της
αφορισμένοναφορισμένο, αναθεματισμένο
εγάπ’ςαγάπης
εκάθουμ’καθόμουν
εμέτραναμετρούσα
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έμορφοςόμορφος/η
έμπρουεμπρός, μπροστά
έν’είναι
ενέλλαξενφόρεσε καλά/γιορτινά ρούχα
εντώκενχτύπησε
επέγ’νενπήγαινε, προχωρούσε, έφευγε
εσ̌ύριζασφύριζα
ετέρ’νενκοιτούσε
ετυλίετυλίχθηκε
εφόρεσενφόρεσε ρούχα
έχ̌’έχει
θάνατονθάνατος
θέλτςθέλεις
καλατσ̌εύωμιλάω, συνομιλώ, συζητώ keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κιάν’και άνω, και εξής, και πέρα
κουμάσ̌’ύφασμα kumaş
κουτνίνύφασμα βαμβακομέταξο ριγωτό εύχρηστο στα γυναικεία φορέματα
μακελλέαςσκαπανιές, τσαπιές μάκελλος/μακέλλῃ (μία + κέλλω=κοψιμο μιάς κατευθυνσης, μιας πλευράς)
παιδίαπαιδιά
πρόαταπρόβατα
ράψηνραφή
σπαρέλ’μέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
σύρκεταιτραβιέται, αντέχεται
τρυγονίτσα(υποκορ.) το πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
τσ’(ως τση, άρθρο γεν. ενικού) του/της, (ως τσοι, άρθρο αιτ. πληθ.) τις, (ως ερωτημ. τσί;) ποιός;
’φτάγω(ευτάγω) κάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
χάρτσ̌ινσυμπληρωματικό ή διακοσμητικό σιρίτιο που χρησιμοποιείται κατά το ράψιμο ρούχων harç<ḫarc
χωμολέαςτο έντομο μυρμηκολέων χῶμα + λέων

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Τραγούδια: 10160 | Albums/Singles: 1949 | Συντελεστές: 2165 | Λήμματα: 16837
Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr