.
.
Τσακαλίδης 1981

Σην ξενιτει͜άν

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Σην ξενιτει͜άν
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Σην ξενιτει͜άν π’ αχπάσ̌κεται
και -ν- αφήν’ οπίσ’ παιδία
Τ’ αροθυμίας τ’ ατουνού
κρεμίζ’νε εφτά ραχ̌ία

Τη ξενιτείας το γομάρ’
ετσ̌όκεψεν σ’ ωμία μ’
Να σ’κών’ ατο ξάι ’κ’ επορώ
και παίρ’ με από καρδίας

Η ξενιτει͜ά κι ο θάνατον
τα δύο έναν είναι
Εζύγιασα κι ετέρεσα,
η ξενιτει͜ά βαρύν έν’
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αροθυμίας(γεν.) νοσταλγίας, (πληθ.) νοσταλγίες
ατουνούαυτουνού
αφήν’αφήνει
αχπάσ̌κεταιαναχωρεί, φεύγει, κινεί για
γομάρ’φορτίο (από ξύλο ή χόρτα) που το έφεραν στην πλάτη ή στην ράχη ζώου
έν’είναι
επορώμπορώ
ετέρεσακοίταξα
ετσ̌όκεψενκατέπεσε, επικάθησε, έκλινε υπό το βάρος çökmek
θάνατονθάνατος
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καρδίας(τη, γεν.) καρδιάς, (τα, ονομ. πληθ.) καρδιές
κρεμίζ’νεγκρεμίζουν, ρίχνουν κάποιον
ξάικαθόλου
οπίσ’πίσω
παιδίαπαιδιά
παίρ’παίρνω/ει
ραχ̌ίαράχες, βουνά
σ’κών’σηκώνω/ει
ωμίαώμοι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αροθυμίας(γεν.) νοσταλγίας, (πληθ.) νοσταλγίες
ατουνούαυτουνού
αφήν’αφήνει
αχπάσ̌κεταιαναχωρεί, φεύγει, κινεί για
γομάρ’φορτίο (από ξύλο ή χόρτα) που το έφεραν στην πλάτη ή στην ράχη ζώου
έν’είναι
επορώμπορώ
ετέρεσακοίταξα
ετσ̌όκεψενκατέπεσε, επικάθησε, έκλινε υπό το βάρος çökmek
θάνατονθάνατος
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καρδίας(τη, γεν.) καρδιάς, (τα, ονομ. πληθ.) καρδιές
κρεμίζ’νεγκρεμίζουν, ρίχνουν κάποιον
ξάικαθόλου
οπίσ’πίσω
παιδίαπαιδιά
παίρ’παίρνω/ει
ραχ̌ίαράχες, βουνά
σ’κών’σηκώνω/ει
ωμίαώμοι
Σην ξενιτει͜άν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost