.
.
Ποντιακό γλέντι

Μήλον κόκκινον

Στιχουργοί
Συνθέτες
Μήλον κόκκινον
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Ε! κόρη, τίνος είσαι;
Μήλον κόκκινον είσαι
Παχ̌υμένον κι έμορφον
μασεματικόν είσαι
[ποδεδίζω σε!/ε! ν’ αηλί εμέν!]

Ακεί πέραν έστεκεν
την κάλτσαν ατ’ς έπλεκεν
Είπ’ ατέναν «Έλα αδά»
το λαλόπο μ’ χαμελά
[ποδεδίζω σε!/ε! ν’ αηλί εμέν!]
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αδάεδώ
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
ακείεκεί
ατέναναυτήν
ατ’ςαυτής, της
έμορφονόμορφο
λαλόποφωνούλα
μασεματικόναυτό που είναι για μάσημα
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
παχ̌υμένονπαχυμένο, καλοθρεμμένο, παχύ, τροφαντό
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
τίνοςποιού;
χαμελάχαμηλά
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αδάεδώ
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
ακείεκεί
ατέναναυτήν
ατ’ςαυτής, της
έμορφονόμορφο
λαλόποφωνούλα
μασεματικόναυτό που είναι για μάσημα
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
παχ̌υμένονπαχυμένο, καλοθρεμμένο, παχύ, τροφαντό
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
τίνοςποιού;
χαμελάχαμηλά
Μήλον κόκκινον

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr