.
.
Μαεμένον/Πιπιλομμάταινα

Πιπιλομμάταινα

Στιχουργοί
Συνθέτες
Πιπιλομμάταινα
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Την πιπιλομμάταινα,
ούι! ανάθεμα ’τένα
Κι αν ’κι δί’τε μ’ ατένα,
φυγαδι͜άζομ’ ατένα

Ε! παιδία, ντό λέτε;
πάμε ση χαμαιλέτε
Κλέφτουμε έναν κορίτσ’,
καν’νάν τιδέν μη λέτε

Τ’ αιϊδόπον βόσ̌κεται,
σ̌υρίζ’ ατο κλώσ̌κεται
κι εγώ τηνάν αγαπώ
ταραπουλούζ’ ζώσ̌κεται

Το ραχ̌ίν χ̌ιονίεται,
παίρ’ ο ήλιον λύεται
κι εγώ τηνάν αγαπώ
αδαπέσ’ ευρίεται/
σο χορόν ευρίεται

Τη τυφεκί’ μ’ το ταπάν
άμον το Καράκαπαν
Τη σεβντάς ι-μ’ τ’ όνομαν
γραμμένον έν’ εκειαπάν’

Τέρε, μάνα, το παπόρ’
ντ’ άσ̌κεμα κουνίεται
Το μικρόν τ’ αρνί μ’ απέσ’,
φοούμαι φουρκίεται

Το ποόπο σ’ έμορφον
fındık çubuğu gibi!¹
Για κλὼσ’ σ’ εμέν μερέα
şöyle durduğun gibi²
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αδαπέσ’εδώ μέσα
αιϊδόπονκατσικάκι
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απέσ’μέσα
άσ̌κεμαάσχημα
ατένααυτήν
βόσ̌κεταιβοσκάει
δί’τεδίνετε
εκειαπάν’εκεί πάνω
έμορφονόμορφο
έν’είναι
ευρίεταιβρίσκεται
ζώσ̌κεταιζώνεται, φοράει πάνω του ζώννυμι
καν’νάνκανέναν
Καράκαπανονομασία βουνού στην σημ. Τουρκία, στα ανατολικά όρια της Άνω Ματσούκας και με υψόμετρο 2,4 χλμ Karakaban< kara (=μαύρο) + kaban (կաբան=κορυφή, απότομος λόφος)
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλὼσ’(προστ.) γύρισε, γύρνα
κλώσ̌κεταιγυρίζει, επιστρέφει
κουνίεταικουνιέται, λικνίζεται
λύεταιλιώνει
μερέαμεριά
παιδίαπαιδιά
παίρ’παίρνω/ει
παπόρ’βαπόρι, καράβι vapore
πιπιλομμάταινααυτή που έχει μάτια μικρά σαν πιπίλια=κουκούτσια
ποόπο(υποκορ.) μπόι, ύψος boy
ραχ̌ίνβουνό, ράχη
σεβντάςαγάπης, έρωτα sevda/sevdā
σ̌υρίζ’σφυρίζω/ει σῦριγξ
ταπάνβάση, το πίσω τμήμα (κοντάκι) τυφεκίου taban
ταραπουλούζ’μεταξωτό ζωνάρι το οποίο στην ύφανσή του έβγαζε κάθετες και οριζόντιες ραβδώσεις με αποτέλεσμα να σχηματίζεται καρό Ṭarābulus<Τρίπολις [η Τρίπολη του Λιβάνου φημιζόταν ιστορικά για την παραγωγή μεταξωτών και βαμβακερών υφασμάτων, κυρίως κατά την οθωμανική περίοδο αλλά και νωρίτερα, στη μεσαιωνική εποχή]
τέρε(προστ.) κοίταξε
τηνάναυτόν/ην που
τιδέντίποτα
τυφεκί’τουφεκιού tüfek/tufeng
φοούμαιφοβάμαι
φουρκίεταιπνίγεται
φυγαδι͜άζομ’φυγαδεύουμε
χ̌ιονίεταιχιονίζεται
χαμαιλέτενερόμυλος
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αδαπέσ’εδώ μέσα
αιϊδόπονκατσικάκι
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απέσ’μέσα
άσ̌κεμαάσχημα
ατένααυτήν
βόσ̌κεταιβοσκάει
δί’τεδίνετε
εκειαπάν’εκεί πάνω
έμορφονόμορφο
έν’είναι
ευρίεταιβρίσκεται
ζώσ̌κεταιζώνεται, φοράει πάνω του ζώννυμι
καν’νάνκανέναν
Καράκαπανονομασία βουνού στην σημ. Τουρκία, στα ανατολικά όρια της Άνω Ματσούκας και με υψόμετρο 2,4 χλμ Karakaban< kara (=μαύρο) + kaban (կաբան=κορυφή, απότομος λόφος)
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλὼσ’(προστ.) γύρισε, γύρνα
κλώσ̌κεταιγυρίζει, επιστρέφει
κουνίεταικουνιέται, λικνίζεται
λύεταιλιώνει
μερέαμεριά
παιδίαπαιδιά
παίρ’παίρνω/ει
παπόρ’βαπόρι, καράβι vapore
πιπιλομμάταινααυτή που έχει μάτια μικρά σαν πιπίλια=κουκούτσια
ποόπο(υποκορ.) μπόι, ύψος boy
ραχ̌ίνβουνό, ράχη
σεβντάςαγάπης, έρωτα sevda/sevdā
σ̌υρίζ’σφυρίζω/ει σῦριγξ
ταπάνβάση, το πίσω τμήμα (κοντάκι) τυφεκίου taban
ταραπουλούζ’μεταξωτό ζωνάρι το οποίο στην ύφανσή του έβγαζε κάθετες και οριζόντιες ραβδώσεις με αποτέλεσμα να σχηματίζεται καρό Ṭarābulus<Τρίπολις [η Τρίπολη του Λιβάνου φημιζόταν ιστορικά για την παραγωγή μεταξωτών και βαμβακερών υφασμάτων, κυρίως κατά την οθωμανική περίοδο αλλά και νωρίτερα, στη μεσαιωνική εποχή]
τέρε(προστ.) κοίταξε
τηνάναυτόν/ην που
τιδέντίποτα
τυφεκί’τουφεκιού tüfek/tufeng
φοούμαιφοβάμαι
φουρκίεταιπνίγεται
φυγαδι͜άζομ’φυγαδεύουμε
χ̌ιονίεταιχιονίζεται
χαμαιλέτενερόμυλος
Πιπιλομμάταινα
Σημειώσεις
¹ (προφ. φουντούκ τσιπουού κιπί): σαν ένα λεπτό κλαδί φουντουκιάς
² (προφ. σόιλε τουρτουούν κιπί): έτσι όπως στέκεσαι

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr