.
.
Ση παλαιών τη στράταν

Εφόρεσεν τα κόκκινα

Στιχουργοί
Συνθέτες
Εφόρεσεν τα κόκκινα
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Εφόρεσεν τα κόκκινα
ο κόσμος εγεράντσεν
Πόσα καρδόπα -ν- έκαψεν
και πόσα -ν- ετυράνντσεν

Έκαψες το καρδόπο μου,
’ποίκες ατο μανέαν
Σα κρεβάτι͜α ερρούξες, νε
τσούνας γεννεμασέαν!

Έλα, πουλόπο μ’, μετ’ εμέν,
εγώ την ψ̌η σ’ ’κι παίρω!
Σην εγκαλιά μ’ θα έχω σε,
εσέναν οξ̌αεύω
Σ’ εγκαλιόπο μ’ θα έχω σε,
εσέναν οξ̌αεύω

Ας σ’ οσπίτι σ’ από ’πάν’ κέσ’
δι͜αβαίνω, αντιδι͜αβαίνω
’Κι λες ας σο χατίρ’ν εθε
«οξ̌ωκά -ν- ας εβγαίνω!»
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αντιδι͜αβαίνωξαναπερνώ, πηγαινοέρχομαι
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
γεννεμασέανγέννημα, γόνος
δι͜αβαίνω(για τόπο) περνώ, διασχίζω, (για χρόνο) περνώ διαβαίνω
εγεράντσεναπέκτησε γαλαζοπράσινο χρώμα, μτφ. πρασίνισε
εγκαλιά(επιρρ.) αγκαλιαστά
εγκαλιόποαγκαλίτσα
εθετου/της
ερρούξεςέπεσες
ετυράνντσεντυράννησε, ταλαιπώρησε
εφόρεσενφόρεσε ρούχα
καρδόπακαρδούλες
καρδόποκαρδούλα
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μανέανκαπνιά, μαυρισμένος/η/ο από καπνιά
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
οξ̌αεύωχαϊδεύω okşamak
οξ̌ωκάέξω
οσπίτισπίτι hospitium<hospes
παίρωπαίρνω
’πάν’(απάν’) πάνω
’ποίκες(εποίκες) έκανες, έφτιαξες ποιέω-ῶ
πουλόποπουλάκι
τσούναςσκύλας κύων→κύαινα
χατίρ’νχάρη, σεβασμός, υπόληψη hatır/ḫāṭir
ψ̌ηψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αντιδι͜αβαίνωξαναπερνώ, πηγαινοέρχομαι
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
γεννεμασέανγέννημα, γόνος
δι͜αβαίνω(για τόπο) περνώ, διασχίζω, (για χρόνο) περνώ διαβαίνω
εγεράντσεναπέκτησε γαλαζοπράσινο χρώμα, μτφ. πρασίνισε
εγκαλιά(επιρρ.) αγκαλιαστά
εγκαλιόποαγκαλίτσα
εθετου/της
ερρούξεςέπεσες
ετυράνντσεντυράννησε, ταλαιπώρησε
εφόρεσενφόρεσε ρούχα
καρδόπακαρδούλες
καρδόποκαρδούλα
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μανέανκαπνιά, μαυρισμένος/η/ο από καπνιά
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
οξ̌αεύωχαϊδεύω okşamak
οξ̌ωκάέξω
οσπίτισπίτι hospitium<hospes
παίρωπαίρνω
’πάν’(απάν’) πάνω
’ποίκες(εποίκες) έκανες, έφτιαξες ποιέω-ῶ
πουλόποπουλάκι
τσούναςσκύλας κύων→κύαινα
χατίρ’νχάρη, σεβασμός, υπόληψη hatır/ḫāṭir
ψ̌ηψυχή
Εφόρεσεν τα κόκκινα

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr