.
.
Ο μπεκιάρτς και το κορτσόπον/Ο φέγγον και ο Γώγος

Ο μπεκιάρτς και το κορτσόπον

Στιχουργοί
Συνθέτες
Ο μπεκιάρτς και το κορτσόπον
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Τη θάλασσας το νερόν
[και] αλυκόν έν’, αλυκόν
Τη κουτσ̌ής το φίλεμαν
[βάι!] σον πεκιάρ’ έν’ γιατρικόν

Μάνα, η νύφε τ’ εμόν
[και] ατέ θα φέρ’-τ- σε νερόν
Σα ξύλα -ν- ατέ θα πάει
[και/βάι! κι] ήντι͜αν λες ατέν θ’ ευτάει [α’]

Κορτσόπον τίνος είσαι;
Μήλον κόκκινον είσαι
Παχ̌υμένον κι έμορφον
[βάι!] μασεματικόν είσαι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
α’(ατό) αυτό, το
αλυκόναλμυρό/ή
ατέαυτή
ατέναυτήν
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έμορφονόμορφο
έν’είναι
ευτάεικάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
ήντι͜ανοτιδήποτε, ό,τι
κορτσόπονκοριτσάκι
κουτσ̌ήςκόρης
μασεματικόναυτό που είναι για μάσημα
νύφενύφη
παχ̌υμένονπαχυμένο, καλοθρεμμένο, παχύ, τροφαντό
πεκιάρ’(γεν. αιτ. ενικ.) εργένη, (ονομ. πληθ.) εργένηδες bekâr/bekār
τίνοςποιού;
φέρ’φέρνω/ει
φίλεμανφιλί
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
α’(ατό) αυτό, το
αλυκόναλμυρό/ή
ατέαυτή
ατέναυτήν
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έμορφονόμορφο
έν’είναι
ευτάεικάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
ήντι͜ανοτιδήποτε, ό,τι
κορτσόπονκοριτσάκι
κουτσ̌ήςκόρης
μασεματικόναυτό που είναι για μάσημα
νύφενύφη
παχ̌υμένονπαχυμένο, καλοθρεμμένο, παχύ, τροφαντό
πεκιάρ’(γεν. αιτ. ενικ.) εργένη, (ονομ. πληθ.) εργένηδες bekâr/bekār
τίνοςποιού;
φέρ’φέρνω/ει
φίλεμανφιλί
Ο μπεκιάρτς και το κορτσόπον

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr