Ποντιακός Στίχος

Προβολή Τραγουδιού

Κατεβάστε τους στίχους σε PDF

Του Γεσήφ

Προσδιορισμός - Σα ιχνάρι͜α τ’ Ασ̌αλούμ’Προσδιορισμός - Σα ιχνάρι͜α τ’ Ασ̌αλούμ’

Στιχουργοί: Γιώργος Σιαπανίδης

Συνθέτες: Παραδοσιακό

Καλλιτέχνες: Γιώργος Σιαπανίδης, Μιχάλης Παρχαρίδης


Όλεν φορείς και αναλλά͜εις
και τερείς σ’ αϊνιάδες
Παίρτς τσαλιφώντς σον πρόσωπο σ’
έναν σουρίν πογιάδες

Ικρι͜άχ εποίκες το σπαρέλ’
την τσόχαν τη φοτά σ’ -ι
Ετσατσαλώθες κι εχπάστες
ατσ̌ά πού κέσ’ θα πας -ι;

Τα χ̌είλια κατακόκκινα
κι η καρδι͜ά καφουρίζει
Ερρούξες απ’ οπίσ’ ’ς σ’ αγούρτς
και πολεμάς ν’ αντρί͜εις -ι

Το έναν ’κι κανείται σε,
θέλτς τα δύο εγκάλιας
Ευτάς τον κύρη σ’ πάγγελον
Παγγέλαστον τη μάνα σ

Εκλείδωσεν την πόρταν ατ’ς
κι επέρεν τ’ ανοιγάρι͜α
Κανείς ’κι ’ξέρ’ πού θα δι͜αβαίν’
και πορπατεί ληγάρι͜α

Ατό ’κι απικρατεύκεται
ερρούξεν αποπίσ’ ι-μ’
Εσόκεψεν την τσόχα μο(υ),
ετσέρτσεν το καμίσι μ’
Γλωσσάρι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αγούρτςνέους άνδρες, εφήβους
αϊνιάδεςκαθρέπτες ayna/āyīne
αναλλά͜ειςφοράς τα καλά/γιορτινά σου ρούχα
ανοιγάρι͜ακλειδιά
αντρί͜ειςαντρίζεις, βρίσκεις άντρα, παντρεύεις την κόρη σου
απικρατεύκεταισυγκρατιέται
αποπίσ’από πίσω
ατ’ςαυτής, της
ατσ̌άάραγε acep/ʿaceb
δι͜αβαίν’(για τόπο) περνάει/ώ, διασχίζει/ω, (για χρόνο) περνάει/ώ διαβαίνω
εγκάλιαςαγκαλιές
επέρενπήρε
εποίκεςέκανες, έφτιαξες ποιέω-ῶ
ερρούξενέπεσε
ερρούξεςέπεσες
εσόκεψενξήλωσε, ξερίζωσε sökmek
ετσατσαλώθεςξεγυμνώθηκες
ετσέρτσενέσκισε
ευτάςκάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
εχπάστεςαναχώρησες, κίνησες για
θέλτςθέλεις
ικρι͜άχαποστροφή, απέχθεια, αηδία ikrah/ikrāh
καμίσιπουκάμισο υπό+καμίσιον<camisia
κανείταιφτάνει, είναι αρκετό
καφουρίζειαχνίζει, μτφ. βράζει (από έρωτα)
κέσ’εκεί μέσα, προς τα εκεί κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
ληγάρι͜αγρήγορα
όλενόλη/ο, ολόκληρη/ο
οπίσ’πίσω
παγγέλαστονκαταγέλαστο/η
πάγγελονκαταγέλαστο/η
παίρτςπαίρνεις
πογιάδεςμπογιές, βαφές boya
πορπατείπερπατάει
’ς(ας) από
σουρίνκοπάδι, σωρός από πράγματα sürü
σπαρέλ’μέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
τερείςκοιτάς
τσαλιφώντςπασαλείβεις
φοτάμέρος γυναικείας ενδυμασίας που έμπαινε πάνω από το λαχόρι, το ζωνάρι το οποίο έδεναν οι γυναίκες τριγωνικά στη μέση τους πάνω από τη ζιπούνα, γεν. ποδιά futa

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2024

Τραγούδια: 8520 | Albums/Singles: 1314 | Συντελεστές: 1741 | Λήμματα: 15132
Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr