Aυτές τις μέρες διάβαζα δημοτικά τραγούδια,
για τ’ άθλα των κλεφτών και τους πολέμους,
πράγματα συμπαθητικά· δικά μας, Γραικικά.
Διάβαζα και τα πένθιμα για τον χαμό της Πόλης
«Πήραν την Πόλη, πήραν την· πήραν την Σαλονίκη».
Και την Φωνή που εκεί που οι δυο εψέλναν,
«ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο πατριάρχης»,
ακούσθηκε κ’ είπε να πάψουν πια
«πάψτε παπάδες τα χαρτιά και κλείστε τα βαγγέλια»
πήραν την Πόλη, πήραν την· πήραν την Σαλονίκη.
Όμως εκείνο που με άγγιξε πιο πολύ ήταν το άσμα
το Τραπεζούντιον με την παράξενή του γλώσσα
και με την λύπη των Γραικών των μακρινών εκείνων
που ίσως όλο πίστευαν πως θα σωθούμε ακόμη.
Μα αλίμονον μοιραίον πουλί «απαί την Πόλην έρται»
μεσ’ σο «φτερούλιν αθε χαρτίν περιγραμμένον
κι ουδέ σην άμπελον κονεύ’ μηδέ σο περιβόλι
επήεν και εκόνεψεν σου κυπαρίσ’ την ρίζαν».
Οι αρχιερείς δεν δύνανται (ή δεν θέλουν) να το διαβάσουν
«Χ̌έρας υιός Γιανίκας έν’» αυτός που το παίρνει το χαρτί,
και το διαβάζει κι ολοφύρεται.
«Σίτι͜α αναγνώθ’, σίτι͜α ανακλαίει, σίτι͜α ανακρούει την κάρδι͜αν.
Ν’ αηλί εμάς, να βάι εμάς, η Pωμανία ’πάρθεν.»¹
♫
Ν’ αηλί εμάς, να βάι εμάς
οι Τούρκ’ την Πόλ’ επέραν
Επέραν το βασιλοσκάμ’,
ελλάεν αφεντία
Μοιρολογούν τα εκκλησιάς
κλαίγ’νε τα μαναστήρι͜α
κι Αγιάννες ο Χρυσόστομον
κλαίει και δερνοκοπάται
Μη κλαις, μη κλαις, Αγιάννε μου,
και δερνοκοπισκάσαι
Η Ρωμανία επέρασεν,
η Ρωμανία επάρθεν
Η Ρωμανία επέρασεν,
ανθεί και φέρει κι άλλο!