.
.
Ομεύω κι ονειρεύκουμαι, θυμούμαι και πορεύω

Εσύ γιατί ’κ’ επόρεσες

Στιχουργοί
Συνθέτες
Εσύ γιατί ’κ’ επόρεσες
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Εσύ γιατί ’κ’ επόρεσες
αρ’ ατόσον καιρόν -ι
έναν γραμμόπον νά ’γραφ’νες
και σ’ όνεμα τ’ εμόν -ι

Μακρύν φοτάν μη ζώσ̌κεσαι,
μακρύν έν’, συμποδί͜ει¹ σε
Τ’ ομμάτι͜α μ’ αραεύ’νε σε,
η ψ̌η μ’ να ποδεδί͜ει σε

Όλιον το κόσμον θα κουρτώ,
τη θάλασσαν θα πίνω
Μετ’ έναν αναστέναγμαν
τη ήλ’ το φως θα βζήνω

Τ’ αρνόπο μ’ καταράται με
τη Θεού τα κατάρας
Λέει με «να σουρουνεύκεσαι
ση παπορί’ τα σκάλας»

Μακρύν φοτάν μη ζώσ̌κεσαι,
μακρύν έν’, συμποδί͜ει¹ σε
Τ’ ομμάτι͜α μ’ αραεύ’νε σε,
η ψ̌η μ’ να ποδεδί͜ει σε

Μάνα, γιατί εποίν’νες με
αΐκον πονεμένον;
Όλα τα καρδι͜άς χ̌αίρουνταν
τ’ εμόν πάντα κλαμένον!
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αΐκοντέτοιο/α
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αραεύ’νεψάχνουν, αναζητούν, γυρεύουν aramak
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ατόσοντόσο
βζήνωσβήνω
γραμμόπονγραμματάκι
’γραφ’νες(έγραφ’νες) έγραφες
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έν’είναι
εποίν’νεςέκανες, έφτιαχνες ποιέω-ῶ
επόρεσεςμπόρεσες
ζώσ̌κεσαιζώνεσαι, φοράς πάνω σου ζώννυμι
ήλ’ήλιου
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κατάραςκατάρες
καταράταικαταριέται
κουρτώκαταπίνω
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
όλιονόλο, ολόκληρο
ομμάτι͜αμάτια
όνεμαόνομα
παπορί’βαποριού, καραβιού vapore
ποδεδί͜ει(ενεργ. και μέση) χαίρεται, απολαμβάνει, προσκυνάει από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
σκάλας(ον.πληθ., τα) σκάλες
σουρουνεύκεσαισέρνεσαι κατά γης, μτφ. υποφέρεις, τυραννιέσαι sürünmek
συμποδί͜εικάνει κπ να σκοντάψει/παραπατήσει
φοτάνμέρος γυναικείας ενδυμασίας που έμπαινε πάνω από το λαχόρι, το ζωνάρι το οποίο έδεναν οι γυναίκες τριγωνικά στη μέση τους πάνω από τη ζιπούνα, γεν. ποδιά futa
χ̌αίρουντανχαίρονται
ψ̌ηψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αΐκοντέτοιο/α
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αραεύ’νεψάχνουν, αναζητούν, γυρεύουν aramak
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ατόσοντόσο
βζήνωσβήνω
γραμμόπονγραμματάκι
’γραφ’νες(έγραφ’νες) έγραφες
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έν’είναι
εποίν’νεςέκανες, έφτιαχνες ποιέω-ῶ
επόρεσεςμπόρεσες
ζώσ̌κεσαιζώνεσαι, φοράς πάνω σου ζώννυμι
ήλ’ήλιου
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κατάραςκατάρες
καταράταικαταριέται
κουρτώκαταπίνω
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
όλιονόλο, ολόκληρο
ομμάτι͜αμάτια
όνεμαόνομα
παπορί’βαποριού, καραβιού vapore
ποδεδί͜ει(ενεργ. και μέση) χαίρεται, απολαμβάνει, προσκυνάει από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
σκάλας(ον.πληθ., τα) σκάλες
σουρουνεύκεσαισέρνεσαι κατά γης, μτφ. υποφέρεις, τυραννιέσαι sürünmek
συμποδί͜εικάνει κπ να σκοντάψει/παραπατήσει
φοτάνμέρος γυναικείας ενδυμασίας που έμπαινε πάνω από το λαχόρι, το ζωνάρι το οποίο έδεναν οι γυναίκες τριγωνικά στη μέση τους πάνω από τη ζιπούνα, γεν. ποδιά futa
χ̌αίρουντανχαίρονται
ψ̌ηψυχή
Εσύ γιατί ’κ’ επόρεσες
Σημειώσεις
¹ Ακούγεται πιθ. εκ παραδρομής να τραγουδάει κάτι διαφορετικό

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr