.
.
Ση παλαιών τη στράταν

Σ’ οσπιτόπο σ’ κάθεν στρατού

Στιχουργοί
Συνθέτες
Σ’ οσπιτόπο σ’ κάθεν στρατού
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Σ’ οσπιτόπο σ’ κάθεν στρατού
εσέγκα λιθαρόπον
’Σ σην καλατσ̌ή σ’ ’κ’ εγροίκ’σα το
ποίσον με ισ̌μαρόπον

Τ’ οσπίτι μ’ έν’ απέσ’ σ’ ορμάν’
φύλλα καπλαεμένον
Αρ’ έν’ άμον το καρδόπο μ’
τα τέρτι͜α φορτωμένον

Καΐρεψον με, νε πουλί μ’,
Θεού πλάσμαν αν είσαι
Πας̌ κι εγεννέθα για τ’ εσέν
όλιον να τυραννί͜εις με

Το πασ̌απόρτι μ’ έτοιμον,
το ναύλο μ’ πληρωμένον
Για τ’ εμέναν το Τοψιλάρ¹
έτον ευλοημένον
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απέσ’μέσα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
εγεννέθαγεννήθηκα
εγροίκ’σακατάλαβα
έν’είναι
εσέγκαέβαλα, εισήγαγα
έτονήταν
ευλοημένονευλογημένο
ισ̌μαρόπον(υποκορ.) νεύμα, νόημα işmar/նշմար +-όπον (υποκορ.)
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κάθενκάτω, κάθε
κάθεν στρατούαπό τον δρόμο κάτω
καΐρεψον(προστ.) προστάτεψε, πρόσεξε κπ kayırmak
καλατσ̌ήομιλία, συνομιλία, συζήτηση keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
καπλαεμένονκαλυμμένο, επικαλυμμένο kaplamak
καρδόποκαρδούλα
λιθαρόπονλιθαράκι, πετρούλα
όλιονόλο, ολόκληρο
ορμάν’δάσος orman
οσπίτισπίτι hospitium<hospes
οσπιτόποσπιτάκι hospitium<hospes + -όπον
πας̌μήπως, μπας και, είναι δυνατόν, μην τύχει (και) μήν πᾶς
πασ̌απόρτιδιαβατήριο pasaport<passa porte
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
’ς(ας) από
τέρτι͜ακαημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
τυραννί͜ειςτυραννάς, ταλαιπωρείς
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απέσ’μέσα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
εγεννέθαγεννήθηκα
εγροίκ’σακατάλαβα
έν’είναι
εσέγκαέβαλα, εισήγαγα
έτονήταν
ευλοημένονευλογημένο
ισ̌μαρόπον(υποκορ.) νεύμα, νόημα işmar/նշմար +-όπον (υποκορ.)
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κάθενκάτω, κάθε
κάθεν στρατούαπό τον δρόμο κάτω
καΐρεψον(προστ.) προστάτεψε, πρόσεξε κπ kayırmak
καλατσ̌ήομιλία, συνομιλία, συζήτηση keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
καπλαεμένονκαλυμμένο, επικαλυμμένο kaplamak
καρδόποκαρδούλα
λιθαρόπονλιθαράκι, πετρούλα
όλιονόλο, ολόκληρο
ορμάν’δάσος orman
οσπίτισπίτι hospitium<hospes
οσπιτόποσπιτάκι hospitium<hospes + -όπον
πας̌μήπως, μπας και, είναι δυνατόν, μην τύχει (και) μήν πᾶς
πασ̌απόρτιδιαβατήριο pasaport<passa porte
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
’ς(ας) από
τέρτι͜ακαημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
τυραννί͜ειςτυραννάς, ταλαιπωρείς
Σ’ οσπιτόπο σ’ κάθεν στρατού
Σημειώσεις
¹ (ή Τοπτσιλάρ) παλιά ονομασία του χωριού Άγιος Δημήτριος Κοζάνης

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr