.
.
Ματσουκάτ’κον Τικ

Ματσουκάτ’κον Τικ

Στιχουργοί
Συνθέτες
Ματσουκάτ’κον Τικ
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Θέρτσον και δεματίασον,
ν’ έρχουμαι πενταδι͜άζω
’Κι ξέρω απόθεν έρχ̌εσαι
τα στράτας ι-σ’ να ωρι͜άζω

Ήλιος ας σην ανατολήν
ελέπ’ σε και φοάται
Ο πρόσωπο σ’ λάμπ’ παραπάν’
και τ’ εχτιπάρ’ν ατ’ χάται

Σπάξον με απάν’ σα γόνατα σ’,
αίμαν αφκά μη στάζω
Έπαρ’ με σ’ εγκαλιόπο σου,
αρνί μ’, όντες νυστάζω

Χτέντσον κι αποδελίασον
τα μαύρα τα μαλλία σ’
Λύσον το σπαρελόπο σου
έπαρ’ με απέσ’ σα ψ̌ήα σ’
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
απάν’πάνω
απέσ’μέσα
αποδελίασον(προστ.) ξεμπέρδεψε, λύσε
απόθεναπό που, από όπου
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
αφκάκάτω
δεματίασον(προστ.) κάνε δεμάτια
εγκαλιόποαγκαλίτσα
ελέπ’βλέπει/βλέπω
έπαρ’(προστ.) πάρε
έρχουμαιέρχομαι
εχτιπάρ’ναξιοπρέπεια, κύρος, αξιοπιστία itibar/iʿtibār
θέρτσον(προστ.) θέρισε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
λύσον(προστ.) λύσε
όντεςόταν
πενταδι͜άζωκάνω μία πεντάδα από δεμάτια/θημωνιές
σπάξον(προστ.) σφάξε
σπαρελόπομέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
στράτας(ονομ.) δρόμοι, (αιτ.) δρόμους
φοάταιφοβάται
χάταιχάνεται
χτέντσον(προστ.) χτένισε
ψ̌ήαψυχές, η περιοχή του στέρνου, τα εσώψυχα
ωρι͜άζωπροσέχω, φυλάω, επιβλέπω
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
απάν’πάνω
απέσ’μέσα
αποδελίασον(προστ.) ξεμπέρδεψε, λύσε
απόθεναπό που, από όπου
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
αφκάκάτω
δεματίασον(προστ.) κάνε δεμάτια
εγκαλιόποαγκαλίτσα
ελέπ’βλέπει/βλέπω
έπαρ’(προστ.) πάρε
έρχουμαιέρχομαι
εχτιπάρ’ναξιοπρέπεια, κύρος, αξιοπιστία itibar/iʿtibār
θέρτσον(προστ.) θέρισε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
λύσον(προστ.) λύσε
όντεςόταν
πενταδι͜άζωκάνω μία πεντάδα από δεμάτια/θημωνιές
σπάξον(προστ.) σφάξε
σπαρελόπομέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
στράτας(ονομ.) δρόμοι, (αιτ.) δρόμους
φοάταιφοβάται
χάταιχάνεται
χτέντσον(προστ.) χτένισε
ψ̌ήαψυχές, η περιοχή του στέρνου, τα εσώψυχα
ωρι͜άζωπροσέχω, φυλάω, επιβλέπω
Ματσουκάτ’κον Τικ

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr