.
.
Παραδοσιακά Κάλαντα απ’ όλη την Ελλάδα

Ποντιακά (Κάλαντα Χριστουγέννων)

Στιχουργοί
Συνθέτες
Ποντιακά (Κάλαντα Χριστουγέννων)
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Χριστός ’γεννέθεν, χαράν σον κόσμον
Χα, καλήν ώρα, καλή σ’ ημέρα
Χα, καλόν παιδίν οψές ’γεννέθεν

Οψές ’γεννέθεν, ουρανοστάθεν
Τον εγέννεσεν η Παναΐα,
Τον ανέστεσεν αειπάρθενος

Εκαβάλκεψεν χρυσόν πουλάριν
εκατήβεν σο σταυροδρόμιν
Έρπαξαν Ατον οι χ̌ίλ’ Εβραίοι
Χ̌ίλ’ Εβραίοι και μύρ’ Εβραίοι

Ας σ’ αρχοντικά κι ας σην καρδίαν
αίμαν έσταξεν, χολήν ’κ’ εφάνθεν
Ούμπαν έσταξεν και μύρος έτον

Εμυρίστεν ατο ο κόσμος όλιον
Για μυρίστ’ ατο και συ αφέντα
Συ αφέντα, καλέ μ’ αφέντα

Έξω στέκ’νε τα παλληκάρι͜α
και θημίζ’νε τον νοικοκύρην
Νοικοκύρην και βασιλέαν

Δέβα σο ταρέζ’ κι έλα σην πόρταν
Φέρον ούβας και λεφτοκάρυ͜α,
έβγαλ’ την κεσέ σ’ και δος παράδας

Χρόνια πολλά και πάντα και του χρόνου!
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
ανέστεσενανάθρεψε
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
’γεννέθεν(εγεννέθεν) γεννήθηκε
δέβα(προστ.) πήγαινε
δοςδώσε
έβγαλ’(προστ.) βγάλε
εγέννεσενγέννησε
εκαβάλκεψενίππευσε, καβάλησε
εκατήβενκατέβηκε
εμυρίστενμύρισε, οσφράνθηκε
έρπαξανάρπαξαν
έτονήταν
εφάνθενφάνηκε, εμφανίστηκε
θημίζ’νεψάλλουν, κάνουν γνωστό, διαδίδουν θημίζω<φημίζω<φάσκω
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κεσέμικρή τσάντα από ύφασμα ή πλεκτό, που χωράει χρήματα, καπνό κ.λπ. και μπορεί να μεταφερθεί στην τσέπη, πουγκί kese/kīse
λεφτοκάρυ͜αλεπτοκάρυα, φουντουκιές, φουντούκια λεπτο- + κάρυον
μυρίστ’(προστ.) μύρισε
όλιονόλο, ολόκληρο
ούβαςαγριοκύδωνα ή μούσμουλα ή λωτοί (αποξηραμένοι, Trabzon hurması) ὄον και οὖον=ο καρπός τής όας, τής σουρβιάς (αγριοκυδωνιά)
ούμπανόπου κι αν
ΠαναΐαΠαναγιά
παράδαςχρήματα, λεφτά para/pāre
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
στέκ’νεστέκουν
ταρέζ’ράφι étagère
φέρον(προστ.) φέρε
χ̌ίλ’χίλιοι/ες/ια
χολήνθυμό
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
ανέστεσενανάθρεψε
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
’γεννέθεν(εγεννέθεν) γεννήθηκε
δέβα(προστ.) πήγαινε
δοςδώσε
έβγαλ’(προστ.) βγάλε
εγέννεσενγέννησε
εκαβάλκεψενίππευσε, καβάλησε
εκατήβενκατέβηκε
εμυρίστενμύρισε, οσφράνθηκε
έρπαξανάρπαξαν
έτονήταν
εφάνθενφάνηκε, εμφανίστηκε
θημίζ’νεψάλλουν, κάνουν γνωστό, διαδίδουν θημίζω<φημίζω<φάσκω
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κεσέμικρή τσάντα από ύφασμα ή πλεκτό, που χωράει χρήματα, καπνό κ.λπ. και μπορεί να μεταφερθεί στην τσέπη, πουγκί kese/kīse
λεφτοκάρυ͜αλεπτοκάρυα, φουντουκιές, φουντούκια λεπτο- + κάρυον
μυρίστ’(προστ.) μύρισε
όλιονόλο, ολόκληρο
ούβαςαγριοκύδωνα ή μούσμουλα ή λωτοί (αποξηραμένοι, Trabzon hurması) ὄον και οὖον=ο καρπός τής όας, τής σουρβιάς (αγριοκυδωνιά)
ούμπανόπου κι αν
ΠαναΐαΠαναγιά
παράδαςχρήματα, λεφτά para/pāre
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
στέκ’νεστέκουν
ταρέζ’ράφι étagère
φέρον(προστ.) φέρε
χ̌ίλ’χίλιοι/ες/ια
χολήνθυμό
Ποντιακά (Κάλαντα Χριστουγέννων)

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr