.
.
Μακρύν-Διπάτ’

Μακρύν-Διπάτ’

Στιχουργοί
Συνθέτες
Μακρύν-Διπάτ’
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Που αποθάν’ ’κι κλώσ̌κεται,
[ν’ αηλί εμέν, νέι!]
ο γέρον ’κι νεούται
Που τρώει και πίν’ και χ̌αίρεται
[ν’ αηλί εμέν, νέι!]
καμίαν ’κι κομπούται
[νέι, πουλί μ’, νέι]

♫

Ο Χάρον ’κι πεγ̆ᶥνεύκεται,
πουλόπο μ’, γεροντάδες
Κεμεντσ̌ετζ̌ήδες αραεύ’
να χορεύ’νε οι νυφάδες

Εκεί χαράντας ’ίν’ντανε,
καλούν κεμεντσ̌ετζ̌ήδες
Ση ζωήν που ’κ’ εχάρανε
αρ’ έσαν μερακλήδες

Εκεί η στράταν έναν έν’
νέ άκραν και νέ μέση
Εκεί που πάει ’κι κλώσ̌κεται
και γυρισμόν πα ’κ’ έχ̌ει

Εκεί η στράτα -ν- έναν έν’
νέ άκραν και νέ μέση
Εκεί που πάει ’κι κλώσ̌κεται
και γυρισμόν πα ’κ’ έχ̌ει
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
άκρανάκρη, αρχή
αποθάν’πεθαίνει
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αραεύ’ψάχνω/ει, αναζητώ/άει, γυρεύω/ει aramak
έν’είναι
έσανήταν
εχάρανεχάρηκαν
’ίν’ντανεγίνονται
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καμίανποτέ
κεμεντσ̌ετζ̌ήδεςλυράρηδες kemençeci
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλώσ̌κεταιγυρίζει, επιστρέφει
κομπούταιξεγελιέται, εξαπατάται, μτφ. σαγηνεύεται κομβόω
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
νέούτε ne
νεούταιανανεώνεται, ξανανιώνει
νυφάδεςνύφες
παπάλι, επίσης, ακόμα
πεγ̆ᶥνεύκεταιαρέσκεται, βρίσκει της αρεσκείας του beğenmek
πίν’πίνω/ει
πουλόποπουλάκι
χαράνταςχαρές, γάμοι
χορεύ’νεχορεύουν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
άκρανάκρη, αρχή
αποθάν’πεθαίνει
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αραεύ’ψάχνω/ει, αναζητώ/άει, γυρεύω/ει aramak
έν’είναι
έσανήταν
εχάρανεχάρηκαν
’ίν’ντανεγίνονται
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καμίανποτέ
κεμεντσ̌ετζ̌ήδεςλυράρηδες kemençeci
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλώσ̌κεταιγυρίζει, επιστρέφει
κομπούταιξεγελιέται, εξαπατάται, μτφ. σαγηνεύεται κομβόω
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
νέούτε ne
νεούταιανανεώνεται, ξανανιώνει
νυφάδεςνύφες
παπάλι, επίσης, ακόμα
πεγ̆ᶥνεύκεταιαρέσκεται, βρίσκει της αρεσκείας του beğenmek
πίν’πίνω/ει
πουλόποπουλάκι
χαράνταςχαρές, γάμοι
χορεύ’νεχορεύουν
Μακρύν-Διπάτ’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr