.
.
Τραγούδια του Πόντου | Ηχογραφήσεις του 1930 (Αρχείο Μέλπως Μερλιέ)

Χ̌ερομύλτσον

Στιχουργοί
Συνθέτες
Χ̌ερομύλτσον
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Εκυλίεν ο γάιδαρον,
εκχ̌ύγαν τα κορκότα
Ο κύρη μ’ κλαίει τον γάιδαρον,
η μάνα μ’ τα κορκότα

Αρ’ ατώρα χ̌ερομύλτσον,
βάλεν τράντα βούρας κι άλλο
Χοντρά μ’ ευτάς τ’ αλεύρι͜α,
μετ’ εσέν την πελιά μ’ εύρα

Έλα να ποδεδίζω σε
και τη ματί’ η φως -ι
Το κρίμα μουν να παλαλών’
τον τρανόν αδελφό σ’ -ι

Χ̌ερομύλτσον, χ̌ερομύλτσον,
βάλεν τράντα βούρας κι άλλο
Χοντρά μ’ ευτάς τ’ αλεύρι͜α,
μετ’ εσέν την πελιά μ’ εύρα

Έλα, έλα -ν-, αρνόπο μ’,
και τη ματί’ η φως -ι
Έλα να ποδεδίζω σε
και τη ματί’ η φως -ι
Το κρίμα μουν να παλαλών’
τον τρανόν αδελφό σ’ -ι

Χ̌ερομύλτσον, χ̌ερομύλτσον,
χάλασον τα χ̌ερομύλια
Χοντρά μ’ ευτάς τ’ αλεύρι͜α,
μετ’ εσέν την πελιά μ’ εύρα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ατώρατώρα
βάλεν(προστ.) βάλε
βούρας(τη, γεν. ενικ.) χούφτας, (τα, ονομ. πληθ.) χούφτες vola=η παλάμη του χεριού ή το πέλμα του ποδιού
εκυλίενκύλησε, κυλίστηκε
εκχ̌ύγανεκχύθηκαν, χύθηκαν, εξέρρευσαν εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
εύραβρήκα, (ιδιωμ. προστ.) βρες
ευτάςκάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
κορκόταξεφλουδισμένα και χονδραλεσμένα σιτάρια ή κριθάρια από τα οποία παρασκευάζουν σούπα կորկոտ (korkot)
ματί’ματιού
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
μουνμας
να ποδεδίζωνα χαρώ κπ
παλαλών’τρελαίνει
πελιάβάσανο, σκοτούρα bela
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
τράντατριάντα
χ̌ερομύλιαχερόμυλοι
χ̌ερομύλτσον(προστ.) άλεσε με τον χερόμυλο
χάλασον(προστ.) χάλασε, κατάστρεψε
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ατώρατώρα
βάλεν(προστ.) βάλε
βούρας(τη, γεν. ενικ.) χούφτας, (τα, ονομ. πληθ.) χούφτες vola=η παλάμη του χεριού ή το πέλμα του ποδιού
εκυλίενκύλησε, κυλίστηκε
εκχ̌ύγανεκχύθηκαν, χύθηκαν, εξέρρευσαν εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
εύραβρήκα, (ιδιωμ. προστ.) βρες
ευτάςκάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
κορκόταξεφλουδισμένα και χονδραλεσμένα σιτάρια ή κριθάρια από τα οποία παρασκευάζουν σούπα կորկոտ (korkot)
ματί’ματιού
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
μουνμας
να ποδεδίζωνα χαρώ κπ
παλαλών’τρελαίνει
πελιάβάσανο, σκοτούρα bela
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
τράντατριάντα
χ̌ερομύλιαχερόμυλοι
χ̌ερομύλτσον(προστ.) άλεσε με τον χερόμυλο
χάλασον(προστ.) χάλασε, κατάστρεψε
Χ̌ερομύλτσον

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr