.
.
Ση παλαιών τη στράταν

Εξέβα απάν’ σον αε-Σέρ’/Σέρα

Στιχουργοί
Συνθέτες
Εξέβα απάν’ σον αε-Σέρ’/Σέρα
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Το πόιν ατ’ς απ’ αδά κι απάν’,
οσπιτί’ κερεστέν
Νασάν την μάναν και τον κύρ’
ατέν που ενεστένεν

Το καρδόπο μ’ φαρφαταρι͜άζ’,
τ’ ομμάτι͜α μ’ σκοτεινεύ’νε
Ομνώ και ’κ’ ινιανεύ’νε με,
κλαίω και ’κι πιστεύ’νε

Το έρημον το Καραούλ’¹
πότε θα λιμενεύει;
Πάει το μικρόν τ’ αρνί μ’
αρ’ εκειαπάν’ κονεύει

[Και -ν-] Εξέβα απάν’ σον Αε-Σέρ’
είδα το Μελιανάντων²
Εκούρασα του Κατσικάρ’²
έμ’να σου Φαργανάντων²
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αδάεδώ
αε-Σέρ’αϊ-Σέργιο
απάν’πάνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατέναυτήν
ατ’ςαυτής, της
εκειαπάν’εκεί πάνω
εκούρασαέσπασα, έκοψα στη μέση, διέσχισα kırmak
έμ’ναέμεινα
ενεστένεναναζωογονούσε, ανέθρεφε/μεγάλωνε (παιδί), ανάσταινε ἀνίστημι
εξέβαβγήκα, ανέβηκα, μτφ. προέκυψα
ινιανεύ’νεπιστεύουν, εμπιστεύονται inanmak
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καραούλ’σκοπιά, παρατηρητήριο, φυλάκιο, μτφ. ενέδρα karakol<qaragul
καρδόποκαρδούλα
κατσικάρ’τσακμακόπετρα
κερεστένμεγάλη ξύλινη δοκός σπιτιού, η ξυλεία γενικά kereste/kerāste
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κονεύειεγκαθίσταται, φωλιάζει, προσγειώνεται konmak
κύρ’πατέρα
λιμενεύειαποκαλύπτεται από τα χιόνια που λιώνουν
νασάνχαρά σε
ομμάτι͜αμάτια
ομνώορκίζομαι
οσπιτί’σπιτιού hospitium<hospes
πιστεύ’νεπιστεύουν
πόινύψος, μπόι boy
σκοτεινεύ’νεσκοτεινιάζουν
φαρφαταρι͜άζ’(ηχομ. λέξη) πεταρίζει, θροίζει, σκιρτά μτφ. ταράζεται από συγκίνηση farfara (فرفرة) =ήχος φτερουγίσματος ή θροΐσματος
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αδάεδώ
αε-Σέρ’αϊ-Σέργιο
απάν’πάνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατέναυτήν
ατ’ςαυτής, της
εκειαπάν’εκεί πάνω
εκούρασαέσπασα, έκοψα στη μέση, διέσχισα kırmak
έμ’ναέμεινα
ενεστένεναναζωογονούσε, ανέθρεφε/μεγάλωνε (παιδί), ανάσταινε ἀνίστημι
εξέβαβγήκα, ανέβηκα, μτφ. προέκυψα
ινιανεύ’νεπιστεύουν, εμπιστεύονται inanmak
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καραούλ’σκοπιά, παρατηρητήριο, φυλάκιο, μτφ. ενέδρα karakol<qaragul
καρδόποκαρδούλα
κατσικάρ’τσακμακόπετρα
κερεστένμεγάλη ξύλινη δοκός σπιτιού, η ξυλεία γενικά kereste/kerāste
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κονεύειεγκαθίσταται, φωλιάζει, προσγειώνεται konmak
κύρ’πατέρα
λιμενεύειαποκαλύπτεται από τα χιόνια που λιώνουν
νασάνχαρά σε
ομμάτι͜αμάτια
ομνώορκίζομαι
οσπιτί’σπιτιού hospitium<hospes
πιστεύ’νεπιστεύουν
πόινύψος, μπόι boy
σκοτεινεύ’νεσκοτεινιάζουν
φαρφαταρι͜άζ’(ηχομ. λέξη) πεταρίζει, θροίζει, σκιρτά μτφ. ταράζεται από συγκίνηση farfara (فرفرة) =ήχος φτερουγίσματος ή θροΐσματος
Εξέβα απάν’ σον αε-Σέρ’/Σέρα
Σημειώσεις
¹ Κορυφή στη Σκήτη Κοζάνης με πανοραμική θέα της περιοχής
² Χωριά της Ματσούκας του Πόντου

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr